ΜΙΑ ΖΩΗ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΚΕΦ.9

2016-03-16 13:27

 Το μεσημεράκι η Ελένη κι η Αγνή γύρισαν από τα ψώνια και η Ελένη ρώτησε τη πεθερά της για τον Κώστα:

-Μάνα που είναι ο Κώστας;

-Δεν ξέρω παιδί μου δεν τον είδα καθόλου σήμερα. Μετά απευθύνθηκε στην Ανέτα:

-Δεν ξέρω, είπε κοφτά εκείνη και πήγε στην κουζίνα. Οι ώρες περνούσαν κι η Ελένη είχε σκάσει.

-Μα που πήγε αυτός ο άνθρωπος; Δε μου είχε πει κάτι.

 Ζήτησε από την Αγνή να πάνε να τον βρουν.  Η Αγνή προσπάθησε να την καθησυχάσει.

-Αχ βρε μαμά μου μη κάνεις έτσι, σίγουρα με το φίλο του το Φώτη θα είναι θα έπιασαν τη κουβέντα για τα παλιά και θα ξεχάστηκαν.

 Η Ελένη ηρέμησε λίγο. Μετά από δυο ώρες δεν άντεξε και σηκώθηκε να πάει να τον ψάξει.. Μόλις βγήκε από το αρχοντικό  και περπάτησε λίγο τον είδε να’ρχεται, περπατούσε σα χαμένος λες και του’χε σαλέψει.. Η Ελένη έτρεξε γρήγορα κοντά του:

-Κώστα μου είσαι καλά; Μα που ήσουνα άνθρωπε μου τόσες ώρες, τρόμαξα. Εκείνος χωρίς να την κοιτά είπε:

-Ξέρει, η Ανέτα ξέρει.

-Μα τι λες τι ξέρει και τι σχέση έχει η Ανέτα;

 Την έπιασε από τους ώμους και την ταρακούνησε.

-Ξέρει σου λέω , ακούς ξέρει για την Αγνή. Η Ελένη χλόμιασε.

-Μα πως ξέρει εσύ το είπες;

-Όχι γυναίκα, όχι. 

–Τότε πως;  

Ο Κώστας της τα εξήγησε όλα. Η Ελένη δεν πίστευε στ’αυτιά της.

-Και πως ξέρουμε ότι μας λέει αλήθεια;

-Γυναίκα, γνώρισε την Αγνή από την αλυσίδα που φοράει στο λαιμό της. 

Η Ελένη τότε χωρίς βέβαια να το πιστεύει είπε: «Υπάρχουν πολλές τέτοιες αλυσίδες». Ήταν κι οι δυο σα χαμένοι, κάθισαν εκεί κοντά στο πάρκο σ’ένα παγκάκι κι έλεγαν: «Πόσο μικρός  που είναι ο κόσμος!»

  Ξαφνικά η Ελένη πετάχτηκε πάνω και είπε:

-Για τα λεφτά τη ρώτησες που ήταν στο καλαθάκι;

-Ναι Ελένη τη ρώτησα αλλά δε γνώριζε τίποτα.  Μάλλον θα έπεσαν από τους ληστές στο τρένο ή θα τα έκρυψε εκεί κάποιος επιβάτης. 

Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε η φωνή της Αγνής.

-Μαμά, μπαμπά, τι κάνετε εδώ; Μπαμπά που ήσουνα τόσες ώρες; Η μαμά ανησύχησε. 

Η Ελένη λύγισε και ξέσπασε σε κλάματα. Η Αγνή δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Κράτησαν με τον μπαμπά της την Ελένη και γύρισαν σπίτι. Η Ελένη  πήγε στο δωμάτιο της και ξάπλωσε. Η Αγνή στεναχωρημένη είπε στον πατέρα της:

-Μπαμπά μας τρόμαξες πολύ κι ιδιαίτερα τη μαμά, μην το ξανακάνεις σε παρακαλώ, σας αγαπώ πολύ και δε θέλω να μου πάθετε κάτι. Τελικά που ήσουν;

-Στο Φώτη ήμουν παιδί μου και ξεχάστηκα. 

Η Ελένη πέρασε δύσκολη νύχτα αλλά δεν ήταν η μόνη, η κυρία Μαρία εκείνη τη νύχτα ξεψύχησε. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Η Αγνή ήταν πολύ λυπημένη, αν και γνώριζε λίγο τη γιαγιά της την είχε αγαπήσει.  Ο Κώστας ήταν αμίλητος κι ανέκφραστος, δεν πίστευε ότι σε σε μια μέρα και μια νύχτα θα πονούσε για δυο πολύ αγαπημένα του πρόσωπα. Ο Γιώργος είχε έρθει από την Αθήνα για την κηδεία.  Η Αγνή χάρηκε βέβαια που είδε τον αδερφό της, αλλά ο Γιώργος έλεγε: «Και τις δυο φορές που ήρθα στο αρχοντικό ήταν για κηδεία». Αυτό που τον παραξένεψε τόσο ήταν η συμπεριφορά της μάνας του. «Τόσο κλάμα και στεναχώρια για τη γιαγιά, περίεργο» σκεφτόταν. Ο Κώστας την άλλη μέρα της κηδείας είπε στην Ελένη ότι έφτασε η ώρα που έπρεπε να μιλήσουν στα παιδιά τους και μάλιστα πρώτα στο Γιώργο.  Η Ελένη δε μιλούσε, σα να’χε χάσει τη μιλιά της, μόνο έκλαιγε.  Έτσι ο Κώστας ζήτησε από το γιο του να κάνουν μια βόλτα να του δείξει τα κτήματα του παππού του.  Είχαν φτάσει στο κτήμα που γνώρισε την Ελένη, κάθισαν σε δυο κοτρόνες δίπλα στη βρύση και  είπε στο γιο του; 

-Εδώ γνώρισα το αφεντικό τη μάνα σου.

-Καλά εσύ δεν ήσουν το αφεντικό;

-Ναι και γέλασε.

 Ήταν η πρώτη φορά που γέλασε μετά από μέρες.  Ο Κώστας του ζήτησε να τον ακούσει προσεχτικά χωρίς να τον διακόψει.. Όταν του τα είπε όλα ο Γιώργος έγινε έξαλλος: «Έπρεπε να τα πείτε από την αρχή». Σηκώθηκε κι έφυγε τρέχοντας, πήγε στο αρχοντικό κι άρχισε να ετοιμάζει τη βαλίτσα του. Μπήκε μέσα η Ελένη και άρχισε να τον ρωτά:

-Τι κάνεις παιδάκι μου γιατί μαζεύεις τα πράγματα σου;

–Πρέπει να φύγω μάνα είμαι πολύ θυμωμένος μαζί σας, έπρεπε να ξέρω κι εγώ και η Αγνή. 

 Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η Αγνή.

-Τι γίνεται εδώ; Τι έπρεπε να ξέρω; Γιώργη τι είναι αυτά φεύγεις;

-Ναι φεύγω, εσύ μάνα κάνε το σωστό. Άνοιξε τη πόρτα κι έφυγε.