ΌΤΑΝ Ο ΈΡΩΤΑΣ ΠΛΗΓΩΝΕΙ (κεφ.17)

03/08/2016 07:47

    Η βραδιά ήταν αξέχαστη, αν εξαιρέσει κανείς το φινάλε... Η Χρυσάνθη ένοιωθε χαλαρωμένη και απολάμβανε τη στιγμή, όταν, γύρω στις 12.30μ.μ, χτύπησε το κινητό του Νίκου. Ήταν η κυρία Ντίνα.
-Τι συμβαίνει;
-Νίκο δε θα πιστέψεις τι έγινε, έλα γρήγορα.
    Σηκώθηκε απότομα, το πρόσωπο του άσπρισε και τα χαρακτηριστικά του αγρίεψαν. "Σήκω της είπε, κλείσε να φύγουμε"
- Μα τι έγινε; Τα παιδιά; Η μητέρα μου;
- Θα στα πω στο δρόμο δεν έχουμε χρόνο.
    Τον έπιασε από το μπράτσο: "Σε παρακαλώ πες μου"
- Πήρε φωτιά το σπίτι της κυρίας Ντίνας.
- Η μητέρα μου ζει;
- Ναι πάμε είναι όλοι στο νοσοκομείο της Λαμίας.
    Από εκείνη τη ώρα, νόμιζε ότι ζούσε έναν εφιάλτη. Ο Νίκος έτρεχε σαν τρελός, δε μιλούσε και έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του σα ποτάμι. Η Χρυσάνθη τον κοιτούσε με αγωνία.
- Τι κοιτάς, τι νομίζεις οι άντρες δε κλαίνε, θα πρέπει να είναι πολύ γαϊδούρια για να μη κλαίνε.
- Κλάψε, αλλά προσπάθησε να ηρεμήσεις λίγο και μην τρέχεις δεν είναι λύση να σκοτωθούμε.
- Δεν αντέχω άλλο, το καταλαβαίνεις, δεν αντέχω, κόλλησα κι εγώ σχιζοφρένεια!
    Φρενάρισε απότομα και σταμάτησε το αυτοκίνητο σ' ένα άνοιγμα του δρόμου, βγήκε έξω και βρόντηξε τόσο δυνατά την πόρτα που νόμιζες πως θα' σπαγε. Βγήκε κι η Χρυσάνθη τον αγκάλιασε κι εκείνος άρχισε να κλαίει σα μικρό παιδί, Ύστερα από λίγο, κάθισε ο Νίκος στη θέση του συνοδηγού κι οδήγησε η Χρυσάνθη, όχι ότι εκείνη ήταν ήρεμη, είχε αγωνία δεν ήξερε τι θα αντικρίσει.
    Όταν έφτασαν η μητέρα της και ο Σπύρος ήταν στην εντατική και η κυρία Ντίνα και ο άντρας της τυλιγμένοι με επιδέσμους. Μόνο η Άννα δεν είχε τίποτα, μόνο κάτι μουτζούρες και μόλις είδε τον μπαμπά της έτρεξε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
- Μπαμπά μου, θα πεθάνει ο Σπύρος κι η γιαγιά Σωτηρία;
-Όχι φυσικά, τι λόγια είναι αυτά;
- Νομίζω ότι φταίω εγώ για τη φωτιά.
- Γιατί το λες αυτό γλυκιά μου;
- Γιατί άνοιξα το μικρό παραθυράκι εκεί δίπλα που ανάβει η κυρία Ντίνα το καντήλι και πάντα μου έλεγε να μη το ανοίγω ποτέ, το άνοιξα, πήρε φωτιά η κουρτίνα, δεν την είδαμε και κάηκε το σπίτι. Τότε πήγε κοντά η κυρία Ντίνα και προσπάθησε να την καθησυχάσει:
- Ησύχασε δε φταις εσύ γλυκιά μου, ήταν να γίνει.
    Η Χρυσάνθη πήρε τη μικρή και βγήκαν λίγο έξω να τους χτυπήσει καθαρός αέρας. Η κυρία Ντίνα άρχισε να διηγείται πως είχαν  τα γεγονότα: "Άρπαξε η κουρτίνα, εμείς είμασταν κάτω στον κήπο, ο Σπύρος κοιμόταν δίπλα στο δωμάτιο, κάποια στιγμή είδαμε φλόγες και τρέξαμε για το Σπύρο, ο οποίος είχε ξυπνήσει και ούρλιαζε. Η κυρία Σωτηρία μπήκε μέσα και μετά από λίγο βγήκε με το Σπύρο αγκαλιά, αλλά είχαν κι οι δυο πολλά εγκαύματα και κατέρρευσαν, ευτυχώς ήρθε η πυροσβεστική και το ασθενοφόρο γρήγορα, η πυροσβεστική κατάφερε να σβήσει τη φωτιά και δεν εξαπλώθηκε. Στο ασθενοφόρο έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και μετά ήρθαμε εδώ, ο γιατρός είπε πως δεν πειράχτηκαν ζωτικά όργανα, αλλά έχουν πολλά σοβαρά εγκαύματα και χρειάζονται αποστειρωμένο χώρο για να μη μολυνθούν, γι' αυτό τους έβαλαν στην εντατική".
    Ο Νίκος πήγε στο γιατρό και ζήτησε πληροφορίες. Ο Σπύρος, επειδή ήταν νεαρός οργανισμός, θα γιατρευόταν  γρήγορα, αλλά η κυρία Σωτηρία ήθελε πολλούς μήνες για να αναρρώσει, είχε πολλά βαθιά εγκαύματα στα χέρια και στα πόδια που ήταν επώδυνα. Η Χρυσάνθη βλέποντας έτσι τη μητέρα της, μετάνοιωσε που την είχε αφήσει εκεί, δεν έφταιγαν βέβαια εκείνοι γι' αυτήν τη κατάσταση. Το Σπύρο δεν τον φοβόταν για τα εγκαύματα, αλλά για τα ψυχολογικά τραύματα που θα είχε αυτό το παιδί.
    Η κυρία Ντίνα κάποια στιγμή πρόσεξε το ντύσιμο του Νίκου και ρώτησε:
- Νίκο που ήσουνα παιδί μου στη θάλασσα; Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι ντυμένο.
- Ναι, είπε ξερά και κατσούφιασε.
    Η κυρία Ντίνα συνέχισε:
-Κι εσύ Χρυσάνθη είσαι πολύ όμορφη μ' αυτό το φόρεμα.
-Ευχαριστώ.
    Ο Νίκος ζήτησε από το γιατρό να δει το Σπύρο και η Χρυσάνθη τη μητέρα της. Ο Σπύρος μόλις είδε το μπαμπά του, άρχισε να φωνάζει και να λέει ότι τσούζει πολύ.
-Ησύχασε αγόρι μου, ένα κακό όνειρο ήταν θα περάσει, του είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά αφού αν τον αγκάλιαζε θα πονούσε.
Η Χρυσάνθη όταν είδε τη μητέρα της τρόμαξε, το πρόσωπο της ήταν γεμάτο πληγές. Την έπιασαν τα κλάματα:
- Μανούλα μου, σου ζητώ συγνώμη που σε άφησα εκεί.
- Τι είναι αυτά που λες, μη το ξαναπείς, αυτές είναι δοκιμασίες του Θεού.
- Δεν θέλω άλλες δοκιμασίες, φτάνει!
- Τι να πει κι ο Νίκος παιδί μου, μη κάνεις έτσι. Ο Σπύρος μου πως είναι;

    Η Χρυσάνθη για λίγο έπιασε τον εαυτό της να ζηλεύει το ενδιαφέρον της μητέρας της για το Σπύρο.
- Καλά είναι, θα συνέλθει.
- Ευτυχώς, το αγόρι μου.
    Όταν βγήκε, ο Νίκος είχε φύγει, πήγε να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν το σπίτι.