ΌΤΑΝ Ο ΈΡΩΤΑΣ ΠΛΗΓΩΝΕΙ (κεφ.13)

27/06/2016 17:40

-Τι, έχει κάτι;
-Να, έκανε κάτι εξετάσεις και δεν βγήκαν καλές, της ζήτησα να κάνει άλλη μια εξέταση πολύ βασική, αλλά αρνήθηκε.
-Για τί πρόκειται;
-Έχει έναν μικρό όγκο στο αριστερό στήθος που πρέπει να αφαιρεθεί. Ήθελα να κάνει μια εξέταση για να δούμε αν θα δείξει κακοήθεια.
-Κατάλαβα, θα την πείσω να την κάνει εγώ.
-Εγώ προσπάθησα αλλά ξέρεις τι μου είπε;
-Τι;
-Άστο παιδάκι μου, αν είναι να πεθάνω ας πεθάνω, ίσως με χρειάζεται η Μυρτώ μου και πρέπει να πάω κοντά της.
-Άρχισαν πάλι τα συμπτώματα κατάθλιψης που είχε, πρέπει να κάνω κάτι δραστικό.
-Ναι ξαδέρφη, η θεία μου πολλές φορές κάθεται με τις ώρες με ένα κενό βλέμμα.
-Την άφησα πολύ καιρό μόνη της, τώρα που θα είμαστε μαζί θα διορθωθούν όλα.
    Εκείνη τη στιγμή επέστρεψαν οι μαμάδες στο τραπέζι οι μαμάδες και σταμάτησαν. Την άλλη μέρα το πρωί αφού χαιρετήθηκαν η Χρυσάνθη και η μητέρα της ξεκίνησαν για την Αθήνα. Κάποια στιγμή η Χρυσάνθη είπε στην μητέρα της:
-Μαμά σε παρακαλώ μην αφήνεις τον εαυτό σου, σε χρειάζομαι κοντά μου, θέλω να κάνεις τις εξετάσεις σου.
    Η μητέρα της δεν της έδωσε καμία σημασία, ήταν λες και δεν την άκουσε. Αυτή η αδιαφορία προβλημάτισε πολύ τη Χρυσάνθη. Με όλα αυτά είχε ξεχάσει τελείως το Νίκο και τα παιδιά του. Στα μισά της διαδρομής σταμάτησαν για ένα καφέ και τότε χτύπησε το τηλέφωνο της, το κοίταξε αλλά αυτό το νούμερο δεν της έλεγε κάτι. Το σήκωσε νομίζοντας ότι είναι από τη δουλειά της αλλά ακούγοντας τη φωνή ξαφνιάστηκε.
-Νίκο εσύ είσαι;
-Μπράβο σου, με κατάλαβες.
-Ναι αλλά δεν θυμάμαι να ανταλλάξαμε τηλέφωνα.
-Όχι, εγώ το έχω από την αστυνομία, συγνώμη αν ενοχλώ.
-Τι είναι αυτά που λες;
-Αν οδηγείς να κλείσω.
-Όχι, όχι, έχουμε σταματήσει για καφέ.
-Ωραία, θα μπορούσες να κάνεις μια στάση στης κυρίας Ντίνας πριν πας Αθήνα;
-Ναι βεβαίως, θέλεις να σε πάω κάπου;
-Όχι, καμιά σχέση. Για την Άννα πρόκειται, κλαίει από χθες και σε ζητάει.
-Αλήθεια λες;
-Ναι και για να την καθησυχάσω της είπα ότι θα περάσεις να τη δεις σήμερα.
-Καλά έκανες, απλά είναι και η μητέρα μου μαζί μου.
-Σε παρακαλώ, κανένα πρόβλημα, δε φτάνει θα μου κάνεις τη χάρη, να έχω και απαιτήσεις;
- Οκ, σε δυο ώρες λογικά θα είμαστε εκεί, τα λέμε.
    Η Χρυσάνθη χάρηκε με όλη αυτή την κατάσταση, γιατί θα ξανάβλεπε το Νίκο και της ξέφυγε ένα γελάκι. Τότε η μητέρα της τη ρώτησε:
-Τι είναι κόρη μου, γιατί χάρηκες τόσο πολύ;
-Ε όχι και πολύ. Ήταν ο Νίκος στο τηλέφωνο.
-Αυτός που αυτοκτόνησε η γυναίκα του;
-Ναι μαμά, αλλά μη κολλάς σ’ αυτό.
-Τι λες παιδάκι μου, πώς να μη κολλάω, μήπως έφταιγε κι αυτός που αυτοκτόνησε;
-Αχ όχι μαμά, μη το λες κι εσύ αυτό. σε παρακαλώ.
-Γιατί ποιος άλλος το λέει;
-Ο κακός κόσμος στην πολυκατοικία μας.
-Πώς να μην πει με τόσα που γίνονται γύρω μας.
-Ναι, δεν έχεις κι άδικο.
    Της εξήγησε ότι τη ζητούσε η μικρή Άννα και δεν ήθελε να αρνηθεί, ύστερα από όσα πέρασε αυτό το παιδί. Δεν το σχολίασαν άλλο και συνέχισαν το ταξίδι τους. Όταν έφτασαν στην κυρία Ντίνα, η μητέρα της ενθουσιάστηκε με την ομορφιά της φύσης σ’ εκείνη την περιοχή, μοσχοβολούσαν παντού λουλούδια, γιασεμιά ,τριανταφυλλιές. Τους υποδέχτηκε ο Νίκος. Η Χρυσάνθη μόλις τον είδε την έπιασε ταχυκαρδία. Έκανε τις συστάσεις κι εκείνος είπε:
-Χάρηκα πολύ κυρία Σωτηρία, τώρα κατάλαβα σε ποιόν μοιάζει η κόρη σας.
    Έκανε κι αυτός τις συστάσεις με τους υπόλοιπους και κάθισαν όλοι μαζί στον κήπο. Η Άννα κάθισε πάνω στην αγκαλιά της Χρυσάνθης και δεν ξεκόλλησε από πάνω της, μόνο ο Σπύρος ήταν στο δωμάτιο του.