Μαμά & σύζυγος με το ζόρι (Κεφ. 1 )

Μαμά & σύζυγος με το ζόρι (Κεφ. 1 )
   
Τα γέλια και οι παιδικές φωνούλες, σα μελωδικό ξυπνητήρι με σήκωσαν απ’ το βαρύ σιδερένιο μου κρεβάτι, που αποτυπωνόταν στο πάτωμα με σκουριασμένους λεκέδες, η πολυχρησία του. Είχαν φτάσει τα ανήψια  μου για τις καλοκαιρινές τους  διακοπές, τέσσερα ζωηρά και σκανδαλιάρικα προσωπάκια, δυο αγοράκια 4 ετών και δυο κοριτσάκια 6 ετών. Η αδερφή μου και τις δυο φορές γέννησε δίδυμα, γιατί ο γαμπρός μου ήθελε οπωσδήποτε και ένα αγόρι στην οικογένεια του κι έτσι απόκτησαν δυο αγοράκια . Κάθε καλοκαίρι τον Ιούλιο ερχόταν για δυο εβδομάδες πρώτα εδώ στο χωριό , που ήταν σκαρφαλωμένο σε ένα υπέροχο βουνό με πλούσια βλάστηση , και άφθονο οξυγόνο. Πάντα ξεκινούσαν τις διακοπές τους από το βουνό και τις ολοκλήρωναν στη θάλασσα. Η μητέρα μου, η γιαγιά τους δηλαδή χαιρόταν τόσο πολύ ,που μόλις τους έβλεπε , δάκρυα χαράς σκέπαζαν τις ρυτίδες τις, κάτω από τα μάτια της, ρυτίδες που πάνω τους ζωγραφίζονταν τα βάσανα και η κούραση που της σημάδεψαν το όμορφο της πρόσωπο. Ήταν πολύ ωραία γυναίκα και της έμοιαζα πολύ, η αδερφή μου ήταν ίδια ο πατέρας μου, είχε πάρει το υπέροχο χαμόγελο του και την στητή κορμοστασιά του.
Φόρεσα κάτι στα γρήγορα και έτρεξα στην αυλή να τους δω και να σφίξω στην αγκαλιά μου τα μικρά «ζουζούνια» μας. Όρμησαν κατά πάνω μου μόλις με είδαν, λίγο έλειψε να με ρίξουν κάτω, φώναζαν και χοροπηδούσαν:
-Θεία μου επιτέλους ήρθαμε , μας έλειψες. (Άνοιξα μια μεγάλη αγκαλιά να τους χωρέσω όλους).
Μόλις συνήλθα από τις τρυφερές αγκαλιές, είδα καθισμένη σε μια καρέκλα  κοντά στη βρύση , την αδερφή μου και τρόμαξα να την γνωρίσω, είχε μείνει μισή, τα μαλλιά της πολύ περίεργα , σα να μην ήταν δικά της, το χαμόγελο εξαφανισμένο από τα χείλη της , λίγο πιο πέρα κι ο γαμπρός  μου σα τη «Μεγάλη Παρασκευή», σκεφτικός και αμίλητος, παρ’ όλα   αυτά όπως πάντα,  αρρενωπός  και σαγηνευτικός. Πλησίασα κοντά της  και μόλις  αγκαλιαστήκαμε, άρχισε να κλαίει και να με σφίγγει πάνω της. Δεν καταλάβαινα τίποτα, ένα ήταν σίγουρο ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, και άρχισα να τη ρωτώ τρομαγμένη:
-Τι συμβαίνει  Σοφία μου τι έπαθες, γιατί κλαις;
-Δεν είναι καλά τα πράγματα για μένα, αρρώστησα πολύ σοβαρά.
-Τι εννοείς μίλα καθαρά, Παύλο τι λέει;
Εκείνος απευθύνθηκε στη πεθερά του και την παρακάλεσε να πάρει τα παιδιά μέσα για λίγο , εκείνη ακόμη με βουρκωμένα μάτια , κούνησε το κεφάλι και υπάκουσε. Η Έφη τότε κατάλαβε πως τα δάκρυα της μάνας της δεν ήταν από χαρά.