Όταν ο έρωτας πληγώνει (η συνέχεια & το τέλος)

Όταν ο έρωτας πληγώνει (η συνέχεια & το τέλος)
ΌΤΑΝ Ο ΈΡΩΤΑΣ ΠΛΗΓΩΝΕΙ
2016-06-07 20:56
    Η Χρυσάνθη πέρασε την υπόλοιπη μέρα της ταχτοποιώντας το σπίτι και τη βεράντα. Το βράδυ έπεσε νωρίς για ύπνο αφού ήταν πτώμα από την κούραση και έπρεπε να σηκωθεί πολύ πρωί.
    Πρωί- πρωί ετοιμάστηκε, έβαλε τα πράγματα στο αυτοκίνητο, όχι τίποτα ιδιαίτερο αφού θα επέστρεφε την άλλη μέρα και ξεκίνησε για Θεσσαλονίκη. Βγαίνοντας από το σπίτι, ένα τσούρμο δημοσιογράφων πετάχτηκε μπροστά της. Απορημένη, φρέναρε απότομα, κατέβασε το παράθυρο της και ρώτησε τι συμβαίνει. Τότε ο ένας της είπε:
-Μήπως γνωρίζετε κάτι για το έγκλημα που έγινε στην οικοδομή σας;
    Πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα της, ένας άλλος ρώτησε:
-Υπήρχε και ένα παιδί ακούσαμε, είναι αλήθεια;
    Δεν απάντησε, σήκωσε γρήγορα το παράθυρο της και κορνάροντας προσπάθησε να περάσει. Δεν πίστευε ότι είχε πάρει τόσο έκταση το θέμα και, όσο και αν ήθελε να το ξεχάσει δεν την άφηναν. Άνοιξε το ραδιόφωνο μα κι εκεί γι' αυτό μιλούσαν και το έκλεισε αμέσως.
    Λίγο έξω πια από την Αθήνα και ενώ κατευθυνόταν προς τη Λαμία, είδε ένα σταματημένο αυτοκίνητο με αλάρμ και έναν άντρα γνώριμο να της κάνει ωτοστόπ. Μόλις το προσπέρασε, διαπίστωσε ότι ήταν ο Νίκος και σταμάτησε, κατέβηκε και πήγε προς τα κει γεμάτη αγωνία.
-Εσείς είστε    Τι κάνετε εδώ;
-Χρυσάνθη εσύ, τι γυρεύεις εδώ;
-Πάω στη Θεσσαλονίκη να πάρω τη μαμά μου, εσείς τι πάθατε;
-Δεν ξέρω, έβγαζε κάτι καπνούς και ξαφνικά σταμάτησε να δουλεύει, το θέμα είναι ότι ξέχασα να ανανεώσω την ασφάλεια και δεν έχω δυνατότητα να καλέσω την express.
-Που πηγαίνετε;
    Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε η μικρή λέγοντας:
-Στην κυρία Ντίνα και το Σπύρο.
-Που μένει η κυρία Ντίνα; ρώτησε το Νίκο η Χρυσάνθη
-Λίγο πιο έξω από τη Λαμία.
-Ωραία, κλειδώστε το αυτοκίνητο και ελάτε μαζί μου θα σας πάω εγώ.
-Όχι, σε παρακαλώ, αυτό δεν γίνεται.
-Μια χαρά γίνεται, αφού θα περάσω από 'κει, είναι στο δρόμο μου.
-Ναι μπαμπά μου ας πάμε με τη Χρυσάνθη σε παρακαλώ.
-Άννα μου, δεν μπορούμε κάθε φορά που έχουμε πρόβλημα να φορτωνόμαστε στη Χρυσάνθη, είναι σαν να την εκμεταλλευόμαστε.
    Η Χρυσάνθη κοίταξε λοξά τον Νίκο:
-Λοιπόν, αν το ξαναπείς αυτό Νίκο θα θυμώσω πολύ.
-Καλά καλά θα μας αφήσεις όμως να πληρώσουμε κι εμείς βενζίνη, σύμφωνοι; είπε, δίνοντας της το χέρι
-Τέλος πάντων σύμφωνοι, ας φύγουμε  λοιπόν ,φέρτε τα πράγματα σας.
    Ξεκίνησαν κι οι τρεις για το σπίτι της κυρίας Ντίνας. Η μικρή ήταν ενθουσιασμένη με την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα και από τη χαρά της ζήτησε από τη Χρυσάνθη να βάλει μουσική. Εκείνη αυθόρμητα άνοιξε το ραδιόφωνο, αλλά το μετάνιωσε αμέσως γιατί μιλούσαν για το δήθεν φόνο που είχε γίνει στην οικοδομή τους. Ο Νίκος το έκλεισε αμέσως με τη δικαιολογία ότι πονούσε φοβερά το κεφάλι του. Η Χρυσάνθη ένοιωσε άσχημα και έδωσε στην Άννα ένα βιβλίο με εικόνες να χαζέψει. Μετά απευθύνθηκε στον Νίκο:
-Συγγνώμη, δεν το ήθελα.
-Μη ζητάς συγνώμη, δε φταις εσύ, όπως βλέπεις όμως ένας φονιάς δεν πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερος. Μήπως πρέπει να με φοβάσαι;
-Φτάνει σε παρακαλώ. Μη το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, σκέψου τα παιδιά σου.
-Ευτυχώς που φεύγω από Αθήνα και δεν μπορούν να με βρουν.
    Λίγο πριν φτάσουν η μικρή ζήτησε να πάει τουαλέτα και σταμάτησαν σε ένα καφέ. Η Χρυσάνθη ρώτησε το Νίκο:
-Είναι πολύ μακριά ακόμη το σπίτι της κυρίας Ντίνας;
-Όχι, σε μισή ώρα φτάνουμε, κουράστηκες;
-Όχι δεν το λέω γι’ αυτό, σκέφτηκα να οδηγήσεις εσύ τώρα που ξέρεις από πού να στρίψεις για να μην μπερδευτώ.
-Καλά το σκέφτηκες, έτσι θα ξεκουραστείς και συ λίγο.
    Σε μισή ώρα είχαν φτάσει. Ένα αγόρι ήταν στη βεράντα και μόλις είδε το Νίκο έτρεξε γρήγορα κατά πάνω του.
-Μπαμπά μου επιτέλους ήρθες, γιατί άργησες, που είναι η Άννα;
-Ησύχασε αγόρι μου, εδώ είναι στο αυτοκίνητο, την πήρε ο ύπνος.
-Ποιανού είναι αυτό το αυτοκίνητο, που είναι το δικό σου και ποια είναι αυτή η άσχημη; ρώτησε ο μικρός, δείχνοντας τη Χρυσάνθη.
-Σπύρο πρόσεχε πως μιλάς σε παρακαλώ! Η κυρία Χρυσάνθη είναι μια πολύ καλή φίλη και μας βοήθησε να έρθουμε γιατί χάλασε το δικό μας αυτοκίνητο.
-Κατάλαβα... βαρέθηκες τη μαμά Μαρίνα και βρήκες άλλη και μάλιστα αυτή την άσχημη.
    Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η γυναικεία αυστηρή φωνή της κυρίας Ντίνας:
-Σπύρο τι πράγματα είναι αυτά, θέλω να ζητήσεις αμέσως συγνώμη από την κυρία.
-Όχι! φώναξε εκείνος, τρέχοντας προς τη Χρυσάνθη και την έσπρωξε τόσο δυνατά πριν φύγει τρέχοντας στο σπίτι. Η Χρυσάνθη δεν περίμενε αυτή την αντίδραση, έχασε την ισορροπία της και βρέθηκε φαρδιά πλατιά κάτω, ένοιωθε πως ήταν μια άσχημη, κακιά μάγισσα μετά από τα λόγια του μικρού.


 
    Ο Νίκος έτρεξε γρήγορα να τη βοηθήσει, εκείνη μόλις την ακούμπησε ένοιωσε να την χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα.
-Χίλια συγνώμη Χρυσάνθη, μα εσύ τρέμεις, ηρέμησε σε παρακαλώ. Τότε απευθύνθηκε στη κυρία Ντίνα και ζήτησε να της φέρει λίγο νερό.|
-Όχι καλά είμαι, μην ανησυχείτε, απλά ξαφνιάστηκα. Πρέπει να προσέξεις πολύ, Νίκο, πως θα μιλήσεις στο Σπύρο.
-Ναι δίκιο έχεις, συγνώμη γι' αυτά που είπε...κάθε άλλο παρά άσχημη δεν είσαι, μάλλον του άρεσες.
-Δεν πειράζει.
    Εκείνη την ώρα ξύπνησε η Άννα και άρχισε να φωνάζει.
-Ξύπνησες γλυκιά μου;
-Ναι μπαμπά μου, ω φτάσαμε γιατί δε με ξύπνησες; που είναι ο Σπύρος;
    Έτρεξε προς το σπίτι αλλά την ίδια στιγμή γύρισε πίσω αγκάλιασε τη Χρυσάνθη, της έδωσε ένα φιλί και της είπε: "σ' ευχαριστώ πολύ".
    Η Χρυσάνθη την αγκάλιασε και τη φίλησε κι εκείνη. Χαιρέτησε τη κυρία Ντίνα και το Νίκο και συνέχισε το ταξίδι της, σκεφτομενη όσα της είχαν συμβεί και της φαίνονταν απίστευτα. Κάποια στιγμή της ήρθαν στο μυαλό, τα λόγια του Σπύρου και αναρωτήθηκε μήπως ήταν όντως άσχημη...     Κατέβασε το καθρεφτάκι, κοιτάχτηκε και μετά ξέσπασε σε γέλια.Το απογευματάκι έφτασε Θεσσαλονίκη, όταν πια η μητέρα της, την περίμενε σκασμένη. Το βράδυ βγήκαν με  τη θεία της και την ξαδέρφη της έξω για πίτσα. Κάποια στιγμή οι αδερφές είδαν κάτι γνωστές στο τραπέζι παραδίπλα και πήγαν να τις χαιρετήσουν. Τότε η ξαδέρφη της, είπε κάτι που τη σόκαρε:
-Ξαδέρφη ποιός έχει κάνει το πρόσωπο σου έτσι και λάμπει; Εσύ μάλλον ερωτεύτηκες!
-Τι είναι αυτά που λες, από που το έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;
-Από το βλέμμα σου, το χαμόγελο σου, τη φωνή σου, λοιπόν πως τον λένε;
-Νίκο. "Μα τι λέω, δεν είμαι στα καλά μου, από που κι ως που", σκέφτηκε από μέσα της.
-Αχά ωραίο όνομα, ετών;
-Δεν ξέρω.
-Έλα τώρα, στο περίπου.
-Γύρω στα 35 νομίζω.
-Ώριμος, ωραία.
-Έχει και δυο παιδιά.
-Τι, σοβαρά μιλάς;
-Ναι ένα οκτάχρονο γιο και μια πεντάχρονη κόρη, αλλά δεν είναι αυτό που νομίζεις.
-Στάσου, μη μου πεις πως είναι παντρεμένος;
-Ήταν.
-Κατάλαβα, χωρισμένος... Ε, ποιο το πρόβλημα, θα κάνει κι άλλα δυο παιδιά μαζί σου και θα γίνετε μια πολύτεκνη οικογένεια. Έτσι κι αλλιώς τα παιδιά του μένουν με τη μητέρα τους, έτσι δεν είναι;
-Όχι.
-Όχι τι;
-Δεν είναι χωρισμένος, η γυναίκα του πέθανε πριν μερικές μέρες.
-Αλήθεια; Από τι;
-Είναι μεγάλη ιστορία.
-Καρκίνος;
-Όχι καμιά σχέση, έπασχε από σχιζοφρένεια και αυτοκτόνησε.
-Πω πω! Τι κρίμα! 
-Ας τ' αφήσουμε τώρα αυτά εσύ τελειώνεις με τη σχολή;
-Ναι άρχισα και πρακτική, αλλά σου έχω πιο καυτά νέα.
-Τι, λέγε θα με σκάσεις.
-Τον άλλο μήνα παντρεύομαι.
-Τιιι;; Και μου το λες τώρα; Να υποθέσω εκείνον τον Λεωνίδα που έλεγες;
-Ναι αυτόν τ' αγόρι μου, αχ ξαδέρφη νομίζω ότι τρελαίνομαι μαζί του αφού να φανταστείς δεν περνάει μέρα που να μην το κάνουμε, καταλαβαίνεις, πολύ πάθος δεν μπορούμε να σταματήσουμε, αμ το άλλο που περπατάμε στο δρόμο και συμπεριφερόμαστε σα σχολιαρόπαιδα, αγκαλίτσες και φιλάκια.
-Απίστευτο, εσύ τα κάνεις αυτά που ντρεπόσουνα να κοιτάξεις τους άντρες στα μάτια; Πρέπει να τον γνωρίσω, μα γιατί δεν τον κάλεσες;
-Δυστυχώς αρρώστησε ο πατέρας του και έφυγε χθες βράδυ για το χωριό του.
-Ελπίζω να τον γνωρίσω πριν το γάμο.
-Σίγουρα, γιατί σε δυο βδομάδες έχει ένα συνέδριο στην Αθήνα και θα έρθουμε παρέα.
-Ωραία, θα σας φιλοξενήσω.
-Α, όχι, στο συνέδριο μας πληρώνουν σούπερ ξενοδοχείο και δεν το χάνω με τίποτα.
-Μάλιστα, κατάλαβα.
-Θέλω να σου πω εμπιστευτικά κάτι ακόμη.
-Τι είναι, με κάνεις και ανησυχώ;
-Για τη μητέρα σου πρόκειται.


 
-Τι, έχει κάτι;
-Να, έκανε κάτι εξετάσεις και δεν βγήκαν καλές, της ζήτησα να κάνει άλλη μια εξέταση πολύ βασική, αλλά αρνήθηκε.
-Για τί πρόκειται;
-Έχει έναν μικρό όγκο στο αριστερό στήθος που πρέπει να αφαιρεθεί. Ήθελα να κάνει μια εξέταση για να δούμε αν θα δείξει κακοήθεια.
-Κατάλαβα, θα την πείσω να την κάνει εγώ.
-Εγώ προσπάθησα αλλά ξέρεις τι μου είπε;
-Τι;
-Άστο παιδάκι μου, αν είναι να πεθάνω ας πεθάνω, ίσως με χρειάζεται η Μυρτώ μου και πρέπει να πάω κοντά της.
-Άρχισαν πάλι τα συμπτώματα κατάθλιψης που είχε, πρέπει να κάνω κάτι δραστικό.
-Ναι ξαδέρφη, η θεία μου πολλές φορές κάθεται με τις ώρες με ένα κενό βλέμμα.
-Την άφησα πολύ καιρό μόνη της, τώρα που θα είμαστε μαζί θα διορθωθούν όλα.
    Εκείνη τη στιγμή επέστρεψαν οι μαμάδες στο τραπέζι οι μαμάδες και σταμάτησαν. Την άλλη μέρα το πρωί αφού χαιρετήθηκαν η Χρυσάνθη και η μητέρα της ξεκίνησαν για την Αθήνα. Κάποια στιγμή η Χρυσάνθη είπε στην μητέρα της:
-Μαμά σε παρακαλώ μην αφήνεις τον εαυτό σου, σε χρειάζομαι κοντά μου, θέλω να κάνεις τις εξετάσεις σου.
    Η μητέρα της δεν της έδωσε καμία σημασία, ήταν λες και δεν την άκουσε. Αυτή η αδιαφορία προβλημάτισε πολύ τη Χρυσάνθη. Με όλα αυτά είχε ξεχάσει τελείως το Νίκο και τα παιδιά του. Στα μισά της διαδρομής σταμάτησαν για ένα καφέ και τότε χτύπησε το τηλέφωνο της, το κοίταξε αλλά αυτό το νούμερο δεν της έλεγε κάτι. Το σήκωσε νομίζοντας ότι είναι από τη δουλειά της αλλά ακούγοντας τη φωνή ξαφνιάστηκε.
-Νίκο εσύ είσαι;
-Μπράβο σου, με κατάλαβες.
-Ναι αλλά δεν θυμάμαι να ανταλλάξαμε τηλέφωνα.
-Όχι, εγώ το έχω από την αστυνομία, συγνώμη αν ενοχλώ.
-Τι είναι αυτά που λες;
-Αν οδηγείς να κλείσω.
-Όχι, όχι, έχουμε σταματήσει για καφέ.
-Ωραία, θα μπορούσες να κάνεις μια στάση στης κυρίας Ντίνας πριν πας Αθήνα;
-Ναι βεβαίως, θέλεις να σε πάω κάπου;
-Όχι, καμιά σχέση. Για την Άννα πρόκειται, κλαίει από χθες και σε ζητάει.
-Αλήθεια λες;
-Ναι και για να την καθησυχάσω της είπα ότι θα περάσεις να τη δεις σήμερα.
-Καλά έκανες, απλά είναι και η μητέρα μου μαζί μου.
-Σε παρακαλώ, κανένα πρόβλημα, δε φτάνει θα μου κάνεις τη χάρη, να έχω και απαιτήσεις;
- Οκ, σε δυο ώρες λογικά θα είμαστε εκεί, τα λέμε.
    Η Χρυσάνθη χάρηκε με όλη αυτή την κατάσταση, γιατί θα ξανάβλεπε το Νίκο και της ξέφυγε ένα γελάκι. Τότε η μητέρα της τη ρώτησε:
-Τι είναι κόρη μου, γιατί χάρηκες τόσο πολύ;
-Ε όχι και πολύ. Ήταν ο Νίκος στο τηλέφωνο.
-Αυτός που αυτοκτόνησε η γυναίκα του;
-Ναι μαμά, αλλά μη κολλάς σ’ αυτό.
-Τι λες παιδάκι μου, πώς να μη κολλάω, μήπως έφταιγε κι αυτός που αυτοκτόνησε;
-Αχ όχι μαμά, μη το λες κι εσύ αυτό. σε παρακαλώ.
-Γιατί ποιος άλλος το λέει;
-Ο κακός κόσμος στην πολυκατοικία μας.
-Πώς να μην πει με τόσα που γίνονται γύρω μας.
-Ναι, δεν έχεις κι άδικο.
    Της εξήγησε ότι τη ζητούσε η μικρή Άννα και δεν ήθελε να αρνηθεί, ύστερα από όσα πέρασε αυτό το παιδί. Δεν το σχολίασαν άλλο και συνέχισαν το ταξίδι τους. Όταν έφτασαν στην κυρία Ντίνα, η μητέρα της ενθουσιάστηκε με την ομορφιά της φύσης σ’ εκείνη την περιοχή, μοσχοβολούσαν παντού λουλούδια, γιασεμιά ,τριανταφυλλιές. Τους υποδέχτηκε ο Νίκος. Η Χρυσάνθη μόλις τον είδε την έπιασε ταχυκαρδία. Έκανε τις συστάσεις κι εκείνος είπε:
-Χάρηκα πολύ κυρία Σωτηρία, τώρα κατάλαβα σε ποιόν μοιάζει η κόρη σας.
    Έκανε κι αυτός τις συστάσεις με τους υπόλοιπους και κάθισαν όλοι μαζί στον κήπο. Η Άννα κάθισε πάνω στην αγκαλιά της Χρυσάνθης και δεν ξεκόλλησε από πάνω της, μόνο ο Σπύρος ήταν στο δωμάτιο του.  


 
    Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Σπύρου απευθύνοντας το λόγο στη Σωτηρία:
-Εσύ είσαι η γιαγιά μου;
-Ορίστε;, είπε σαστισμένη η Σωτηρία. 
-Δεν έχω γιαγιά και είπα μήπως ήθελες να γίνεις εσύ.
-Ναι γιατί όχι, να σε πάρω μια αγκαλιά;
-Εγώ είμαι μεγάλος για αγκαλιές γιαγιά.
-Λάθος, οι μεγάλοι χρειάζονται πιο πολλές αγκαλιές από τους μικρούς.
-Γιατί;
-Γιατί γίνονται πιο ευαίσθητοι.
    Τότε ο Σπύρος έτρεξε στην αγκαλιά της, η κυρία Σωτηρία τον αγκάλιασε τόσο στοργικά, που ο Σπύρος δεν ήθελε να φύγει. Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν την όλη εξέλιξη άφωνοι.
-Γιαγιά θέλεις να σου δείξω τα παιχνίδια μου;
-Ναι, γιατί όχι;
    Την πήρε από το χέρι αλλά η Σωτηρία σταμάτησε και τον ρώτησε:
-Στάσου Σπύρο να πούμε και στην Άννα να έρθει στην παρέα μας.
-Δεν θέλει η Άννα, θέλει να είναι συνέχεια στην αγκαλιά της άσχημης.
-Α όχι Σπύρο, αυτή είναι η κόρη μου και δεν μπορείς να τη λες άσχημη, θα θυμώσω μαζί σου, άσε που είναι και μια κούκλα. Θέλω να ζητήσεις συγνώμη.
    Ο Σπύρος έμεινε για λίγο αμίλητος και κάποια στιγμή της είπε:
-Το αγαπάς το παιδί σου;
-Και βέβαια, ποιος δεν αγαπάει το παιδί του;
-Η άλλη μαμά μου δε μ’ αγαπούσε και τώρα πέθανε.
-Είμαι σίγουρη πως σ’ αγαπούσε.
-Εσύ που το ξέρεις;
-Δεν υπάρχει μάνα που να μην αγαπάει το παιδί της και τώρα που σε βλέπει από τον ουρανό στεναχωριέται που μιλάς έτσι.
-Γιατί, με βλέπει;
-Και βέβαια, κάθε μέρα και ώρα.
    Πήγε προς τη Χρυσάνθη την κοίταξε και είπε:
-Συγνώμη, και δεν είσαι άσχημη, αλλά πολύ όμορφη.
-Δέχομαι τη συγνώμη σου Σπύρο, γιατί μάλλον δε με πρόσεξες καλά.
    Η Σωτηρία ικανοποιημένη του είπε:
-Μπράβο Σπύρο, τελικά θα έρθω να δω τα παιχνίδια σου γιατί μου απέδειξες ότι είσαι πολύ γενναίο αγόρι. Απευθύνθηκε στην Άννα: - Θέλεις να έρθεις κι εσύ;
-Ναι.
   Η Σωτηρία, η κυρία Ντίνα και τα παιδιά έφυγαν για το δωμάτιο ενώ ο Νίκος και η Χρυσάνθη κάθισαν να πιουν τον καφέ τους. Τότε εκείνη πήρε το θάρρος και ρώτησε:
-Πως είσαι σήμερα;
-Καλά, πολύ καλύτερα από χθες και μετά από αυτό που είδα που κατάφερε η μητέρα σου, ακόμα πιο πολύ.
-Ναι, το’ χει αυτό η μητέρα μου.
-Και μάλλον το έχεις κι εσύ και μάλιστα το έκανες επάγγελμα. Μοναχοκόρη είσαι; Ο πατέρας σου;
-Είναι μεγάλη ιστορία, κάποια στιγμή θα σου την πω.
-Κατάλαβα, κάτι σαν τη δική μου;
-Λίγο διαφορετική, αλλά γεμάτη πόνο κι αυτή. Όσο για το μοναχοκόρη, είχα μια αδερφή, αλλά έχει πεθάνει, το ίδιο και ο πατέρας μου.
-Λυπάμαι.
-Μη λυπάσαι, αρκετή λύπη έχεις μέσα σου.
    Την κοίταξε για λίγο και είπε:
-Μα κι αυτό το παλιόπαιδο ο Σπύρος, τι βρήκε να σου πει «άσχημη», εσύ είσαι μια κούκλα, δεν έχει το Θεό, γέλασε ο Νίκος.
    Η Χρυσάνθη ένοιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά, είπε ένα ευχαριστώ και άρχισε κι εκείνη να γελά για να μην την καταλάβει. Ο Νίκος πρώτη φορά την κοίταξε διαφορετικά και εντυπωσιάστηκε. Μάλιστα, όταν σηκώθηκε να πάει τουαλέτα, την παρατηρούσε από πάνω μέχρι κάτω και ένοιωσε τον ανδρισμό του να φουντώνει, κάτι που είχε πολλούς μήνες να αισθανθεί. Σηκώθηκε βγήκε στην βεράντα, άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να την φαντάζεται γυμνή στο κρεβάτι του.
    Εκείνη τη στιγμή τον φώναξε η κυρία Ντίνα και πετάχτηκε σαν ελατήριο.
-Μα τι έπαθες Νίκο, ακόμα νομίζεις ότι θα δεις τη Μαρίνα;
-Ναι, δεν μπορώ να ηρεμήσω ακόμη, συγνώμη.
- Μη ζητάς συγνώμη παιδί μου, θα έρθουν καλύτερες μέρες, ήδη άρχισαν τα παιδιά είναι ενθουσιασμένα με την κυρία Σωτηρία, φαίνεται υπέροχος άνθρωπος, έλα να δεις. Τον πήγε έξω απ’ το δωμάτιο.
    Η Χρυσάνθη άθελα της άκουσε την κουβέντα της και άρχισε να σκέφτεται πόσο πολύ αγαπούσε τη γυναίκα του και δύσκολα θα αγαπούσε άλλη. Αυτή η σκέψη την πλήγωνε γιατί είχε ήδη αρχίσει να έχει αισθήματα για εκείνον. 


    Η κυρία Σωτηρία έπαιζε τόσο ωραία με τα παιδιά του Νίκου, τους έλεγε αστεία κι εκείνα είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Όταν είδε ο Νίκος είδε έτσι τα παιδιά του βούρκωσαν τα μάτια του. Πήγε και η Χρυσάνθη κοντά τους και του είπε:
-Η μητέρα μου γίνεται με τα παιδιά, παιδί.
-Ναι Χρυσάνθη, μας τη δανείζεις για καμιά βδομάδα;
-Τι εννοείς;
-Αν θα μπορούσε να μείνει μια βδομάδα εδώ, αν θέλει φυσικά, τι λες κυρία Ντίνα κι εσύ;
-Ναι, γιατί όχι, θα είναι καλή παρέα για όλους.
    Ο Νίκος αφού το σκέφτηκε για λίγο είπε στη Χρυσάνθη:
-Αν είναι θα έρθω εγώ μαζί σου να ταχτοποιήσω το θέμα του αυτοκινήτου και να κοιτάξω για σπίτι αν δε σε πειράζει.
- Όχι, εμένα δε με πειράζει, να δούμε όμως τι θα πει κι η μητέρα μου.
Μόλις της το πρότειναν, εκείνη δέχτηκε αμέσως και τα παιδιά πέταξαν από τη χαρά τους. Αργά το απόγεύμα ξεκίνησαν οι δυο τους για Αθήνα. Η Χρυσάνθη άφησε το Νίκο να οδηγήσει. Όταν έφτασαν, ο Νίκος προχώρησε πιο κάτω από το σπίτι και σταμάτησε.
-Καλύτερα να μη σε δουν μαζί μου, γιατί ο κόσμος γίνεται πολύ κακός και δεν θέλω να δημιουργήσω πρόβλημα.
-Μη ζορίζεσαι, μπορώ να το αντιμετωπίσω, που θα μείνεις;
-Θα πάω σε ξενοδοχείο.
-Αν θέλεις, μπορείς να μείνεις σε μένα απόψε.
-Όχι Χρυσάνθη, της είπε απότομα.
-Καλά όπως θέλεις, του απάντησε σαστισμένη και απογοητευμένη. 
    Βγήκαν από το αμάξι, ο Νίκος πήρε τα πράγματα του,της έδωσε μια κάρτα με το τηλέφωνο του, τη χαιρέτησε κι έφυγε. Εκείνη πάρκαρε το αμάξι στην πυλωτή και ανέβηκε σπίτι. Απογοητεύτηκε που αρνήθηκε να μείνει μαζί της, αλλά ίσως έτσι να ήταν καλύτερα, γιατί η ξαδέρφη της είχε δίκιο. Άρχισε να νοιώθει πολλά νγια το Νίκο και να εξαρτάται απ' αυτόν, έπρεπε να το σταματήσει πριν είναι αργά. Έκανε ένα καυτό μπάνιο και μετά έβαλε ένα ποτό κι άραξε στη βεράντα. Έκλεισε τα μάτια της και μπροστά της ερχόταν η εικόνα του Νίκου.
    Την άλλη μέρα σηκώθηκε πρωί πρωί γιατί θα πήγαινε από τη δουλειά της να ταχτοποιήσει τα χαρτιά της. Όταν επέστρεψε σπίτι, την πήρε τηλέφωνο η μητέρα της:
- Έλα κορίτσι μου, πως είσαι;
- Εγώ καλά εσύ; Σίγουρα ήθελες να μείνεις εκεί μαμά;
- Ναι παιδάκι είναι τόσο όμορφα και ήσυχα εδώ, μοσχοβολάει ο τόπος από τα λουλούδια, εσύ τι έκανες;
- Πήγα και ταχτοποίησα τα χαρτιά μου για τη δουλειά.
- Πότε ξεκινάς;
- Την Τετάρτη 1 του μηνός.
- Ωραία, ο Νίκος είναι εκεί μαζί σου;
- Όχι μαμά, ο άνθρωπος έχει δουλειές, δε θ' ασχολείται μαζί μου.
- Γιατί όχι, φαίνεται ωραίος και καλός.
- Μαμά τι κάνεις, με προξενεύεις;
- Όχι βρε παιδάκι μου, έτσι ρώτησα.
- Άστα αυτά σε ξέρω, τι κάνουν τα παιδιά, ο Σπύρος;
- Καλά είναι, ο Σπύρος πάντως έχει μαζέψει πολύ πόνο μέσα του, αν δεις τις ζωγραφιές του έχουν δυο μαμάδες, η μια με κεφάλι κι η άλλη χωρίς. Πολλές φορές συμπεριφέρεται πιο παιδιάστικα από την Άννα. Πάντως παρόλου που γεννήθηκαν από μια τέτοια μάνα, είναι πανέξυπνα και φοβερά παιδιά κι αυτό οφείλεται μάλλον στον πατέρα τους.
- Μμμ μάλλον στους χειρισμούς του. Άστα αυτά τώρα και πες μου εσύ πως είσαι;
- Καλά.
- Μόλις γυρίσεις, θα κάνουμε ότι εξετάσεις χρειάζονται και δεν ακούω κουβέντα.
- Θα δούμε.
- Όχι δεν θα δούμε, θα τις κάνουμε οπωσδήποτε! Δεν καταλαβαίνεις ότι σ' αγαπώ και σε χρειάζομαι;
- Καλά σ' αφήνω τώρα, με φωνάζουν τα παιδιά και έκλεισε το τηλέφωνο.
    "Δικαιολογίες", σκέφτηκε η Χρυσάνθη. Έκανε ένα ντουζ και έπεσε για ύπνο, από τη ζέστη δεν ήθελε ούτε να φάει.
    Ξύπνησε κατά τις 7 και πεινούσε σα λύκος. Σκέφτηκε να φτιάξει μια μακαρονάδα, δεν πρόλαβε όμως γιατί χτύπησε το κουδούνι της, κοίταξε πριν ν' ανοίξει και ρώτησε ποιός είναι:
- Εγώ.
- Εσύ, ποιος εσύ;
    Κοίταξε καλύτερα, ο άντρας είχε βγάλει τα γυαλιά του και τον αναγνώρισε και άνοιξε.
- Νίκο εσύ είσαι;
    Εκείνος μπήκε γρήγορα μέσα κι έκλεισε την πόρτα..... 


    Η Χρυσάνθη τον κοίταξε και του είπε:
- Πως ντύθηκες έτσι; Έχεις πολύ πλάκα, σα χαβανέζος τουρίστας, του είπε, σκασμένη στα γέλια.
-Α ώστε με κοροϊδεύεις, εγώ ντύθηκα έτσι για να μη με αναγνωρίσουν από την πολυκατοικία και σε εκθέσω και εσύ γελάς. Για πες μου γιατί γελάς, δε σ’ αρέσει το πουκάμισο, η βερμούδα μου, η σαγιονάρα μήπως;
    Άρχισε να γελά κι αυτός, κάποια στιγμή σταμάτησαν και εκείνος την κοίταξε με βλέμμα λάγνο και αισθησιακό. Η Χρυσάνθη έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και κόντεψε να πέσει, τότε ο Νίκος την άρπαξε γρήγορα και δεν μπόρεσε να αντισταθεί, την φίλησε. Η Χρυσάνθη μούδιασε ολόκληρη, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, όλο το κορμί της γέμισε ρίγη. Ξαφνικά εκείνος σταμάτησε και της είπε:
- Συγνώμη δεν ξέρω τι μ’ έπιασε.
-Δεν πειράζει. "Άκου δεν πειράζει, τι βλακείες ξεστομίζει το στόμα μου ώρες ώρες",σκέφτηκε αλλά τις σκέψεις της διέκοψε το κουδούνι.
- Μα ποιος είναι τώρα, δεν περιμένω άλλο χαβανέζο.
- Άσε ανοίγω εγώ.
Ο ντελιβεράς από το κοντινό εστιατόριο έφερε φαγητό, επιδόρπιο και κρασί. Ο Νίκος τον πλήρωσε και έκλεισε την πόρτα.
- Δεν καταλαβαίνω τι είναι όλα αυτά;
- Παρήγγειλα κάτι να φάμε και να πιούμε, σου χρωστάω ένα τραπέζι έτσι κι αλλιώς.
- Μα δε χρειαζόταν.
- Λοιπόν, πήγαινε να φορέσεις κάτι ελαφρύ και δροσερό και εγώ θα τα ετοιμάσω όλα στη βεράντα.
- Ελαφρύ και δροσερό;
- Ναι βάλε το μαγιώ σου κι έλα.
    Γέλασε με το αστείο του και πήγε να αλλάξει. Μπορεί να έκανε πάνω από μισή ώρα να ετοιμαστεί, διάλεξε ένα αέρινο κοραλλί φόρεμα με ασορτί παντοφλάκια, τα μαλλιά τα σήκωσε ελαφρώς, έβαλε λίγο κραγιόν και ρούζ και ψεκάστηκε με το αγαπημένο της άρωμα. Όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη τρόμαξε, τα μάγουλα της ήταν τόσο κόκκινα κι αυτή είχε βάλει και ρουζ. Άρχισε να το βγάζει, "θα με περάσει για κανένα ψωνισμένο ο άνθρωπος", σκέφτηκε. Άκουσε τη φωνή του που τη φώναζε. Βγήκε στη βεράντα και δεν πίστευε σ’ αυτό που έβλεπε, το τραπέζι της είχε μεταμορφωθεί σε σικ τραπέζι κοσμικού εστιατορίου.
    Ο Νίκος είχε δέσει πάνω του δυο υφάσματα με κόμπους, το ίδιο και στις καρέκλες και κρέμασε και δυο μπροστά στη τέντα της. Πάνω στο τραπέζι λουλούδια σκορπισμένα που μοσχοβολούσαν, δυο υπέροχα σερβίτσια, κηροπήγια και στο κέντρο μια πιατέλα σκεπασμένη, πιο κει μια άλλη και μια σαμπανιέρα με ένα ροζέ κρασί. Ήταν όλα μια υπερπαραγωγή.
- Που τα βρήκες όλα αυτά, τι έκανες;
- Δεν είναι τίποτα, έλα κάθισε, είσαι μια κούκλα.
- Ευχαριστώ, από πού τα πήρες όλα αυτά;
-Σκέφτηκα, αφού δεν μπορώ να σε βγάλω έξω σ’ ένα ακριβό εστιατόριο, λόγω των όσων έχουν γίνει, είπα να φέρω το εστιατόριο σπίτι σου.
- Που τα είχες όλα, εσύ δεν κρατούσες τίποτα;
- Το παιδί που χτύπησε το κουδούνι ήταν στο κόλπο, περίμενε απ’ έξω, κι ευτυχώς που άργησες γιατί αλλιώς θα τον έβρισκες κι αυτόν εδώ, δεν έχει 5 λεπτά που έφυγε.
- Αλήθεια λες;
- Δε λέω ποτέ ψέματα, εκτός από τα κατά συνθήκην...  


    Η βραδιά ήταν αξέχαστη, αν εξαιρέσει κανείς το φινάλε... Η Χρυσάνθη ένοιωθε χαλαρωμένη και απολάμβανε τη στιγμή, όταν, γύρω στις 12.30μ.μ, χτύπησε το κινητό του Νίκου. Ήταν η κυρία Ντίνα.
-Τι συμβαίνει; 
-Νίκο δε θα πιστέψεις τι έγινε, έλα γρήγορα.
    Σηκώθηκε απότομα, το πρόσωπο του άσπρισε και τα χαρακτηριστικά του αγρίεψαν. "Σήκω της είπε, κλείσε να φύγουμε"
- Μα τι έγινε; Τα παιδιά; Η μητέρα μου;
- Θα στα πω στο δρόμο δεν έχουμε χρόνο.
    Τον έπιασε από το μπράτσο: "Σε παρακαλώ πες μου"
- Πήρε φωτιά το σπίτι της κυρίας Ντίνας.
- Η μητέρα μου ζει;
- Ναι πάμε είναι όλοι στο νοσοκομείο της Λαμίας.
    Από εκείνη τη ώρα, νόμιζε ότι ζούσε έναν εφιάλτη. Ο Νίκος έτρεχε σαν τρελός, δε μιλούσε και έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του σα ποτάμι. Η Χρυσάνθη τον κοιτούσε με αγωνία.
- Τι κοιτάς, τι νομίζεις οι άντρες δε κλαίνε, θα πρέπει να είναι πολύ γαϊδούρια για να μη κλαίνε.
- Κλάψε, αλλά προσπάθησε να ηρεμήσεις λίγο και μην τρέχεις δεν είναι λύση να σκοτωθούμε.
- Δεν αντέχω άλλο, το καταλαβαίνεις, δεν αντέχω, κόλλησα κι εγώ σχιζοφρένεια!
    Φρενάρισε απότομα και σταμάτησε το αυτοκίνητο σ' ένα άνοιγμα του δρόμου, βγήκε έξω και βρόντηξε τόσο δυνατά την πόρτα που νόμιζες πως θα' σπαγε. Βγήκε κι η Χρυσάνθη τον αγκάλιασε κι εκείνος άρχισε να κλαίει σα μικρό παιδί, Ύστερα από λίγο, κάθισε ο Νίκος στη θέση του συνοδηγού κι οδήγησε η Χρυσάνθη, όχι ότι εκείνη ήταν ήρεμη, είχε αγωνία δεν ήξερε τι θα αντικρίσει.
    Όταν έφτασαν η μητέρα της και ο Σπύρος ήταν στην εντατική και η κυρία Ντίνα και ο άντρας της τυλιγμένοι με επιδέσμους. Μόνο η Άννα δεν είχε τίποτα, μόνο κάτι μουτζούρες και μόλις είδε τον μπαμπά της έτρεξε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
- Μπαμπά μου, θα πεθάνει ο Σπύρος κι η γιαγιά Σωτηρία;
-Όχι φυσικά, τι λόγια είναι αυτά;
- Νομίζω ότι φταίω εγώ για τη φωτιά.
- Γιατί το λες αυτό γλυκιά μου;
- Γιατί άνοιξα το μικρό παραθυράκι εκεί δίπλα που ανάβει η κυρία Ντίνα το καντήλι και πάντα μου έλεγε να μη το ανοίγω ποτέ, το άνοιξα, πήρε φωτιά η κουρτίνα, δεν την είδαμε και κάηκε το σπίτι. Τότε πήγε κοντά η κυρία Ντίνα και προσπάθησε να την καθησυχάσει:
- Ησύχασε δε φταις εσύ γλυκιά μου, ήταν να γίνει.
    Η Χρυσάνθη πήρε τη μικρή και βγήκαν λίγο έξω να τους χτυπήσει καθαρός αέρας. Η κυρία Ντίνα άρχισε να διηγείται πως είχαν  τα γεγονότα: "Άρπαξε η κουρτίνα, εμείς είμασταν κάτω στον κήπο, ο Σπύρος κοιμόταν δίπλα στο δωμάτιο, κάποια στιγμή είδαμε φλόγες και τρέξαμε για το Σπύρο, ο οποίος είχε ξυπνήσει και ούρλιαζε. Η κυρία Σωτηρία μπήκε μέσα και μετά από λίγο βγήκε με το Σπύρο αγκαλιά, αλλά είχαν κι οι δυο πολλά εγκαύματα και κατέρρευσαν, ευτυχώς ήρθε η πυροσβεστική και το ασθενοφόρο γρήγορα, η πυροσβεστική κατάφερε να σβήσει τη φωτιά και δεν εξαπλώθηκε. Στο ασθενοφόρο έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και μετά ήρθαμε εδώ, ο γιατρός είπε πως δεν πειράχτηκαν ζωτικά όργανα, αλλά έχουν πολλά σοβαρά εγκαύματα και χρειάζονται αποστειρωμένο χώρο για να μη μολυνθούν, γι' αυτό τους έβαλαν στην εντατική".
    Ο Νίκος πήγε στο γιατρό και ζήτησε πληροφορίες. Ο Σπύρος, επειδή ήταν νεαρός οργανισμός, θα γιατρευόταν  γρήγορα, αλλά η κυρία Σωτηρία ήθελε πολλούς μήνες για να αναρρώσει, είχε πολλά βαθιά εγκαύματα στα χέρια και στα πόδια που ήταν επώδυνα. Η Χρυσάνθη βλέποντας έτσι τη μητέρα της, μετάνοιωσε που την είχε αφήσει εκεί, δεν έφταιγαν βέβαια εκείνοι γι' αυτήν τη κατάσταση. Το Σπύρο δεν τον φοβόταν για τα εγκαύματα, αλλά για τα ψυχολογικά τραύματα που θα είχε αυτό το παιδί.
    Η κυρία Ντίνα κάποια στιγμή πρόσεξε το ντύσιμο του Νίκου και ρώτησε:
- Νίκο που ήσουνα παιδί μου στη θάλασσα; Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι ντυμένο.
- Ναι, είπε ξερά και κατσούφιασε.
    Η κυρία Ντίνα συνέχισε:
-Κι εσύ Χρυσάνθη είσαι πολύ όμορφη μ' αυτό το φόρεμα.
-Ευχαριστώ.
    Ο Νίκος ζήτησε από το γιατρό να δει το Σπύρο και η Χρυσάνθη τη μητέρα της. Ο Σπύρος μόλις είδε το μπαμπά του, άρχισε να φωνάζει και να λέει ότι τσούζει πολύ.
-Ησύχασε αγόρι μου, ένα κακό όνειρο ήταν θα περάσει, του είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά αφού αν τον αγκάλιαζε θα πονούσε.
Η Χρυσάνθη όταν είδε τη μητέρα της τρόμαξε, το πρόσωπο της ήταν γεμάτο πληγές. Την έπιασαν τα κλάματα:
- Μανούλα μου, σου ζητώ συγνώμη που σε άφησα εκεί.
- Τι είναι αυτά που λες, μη το ξαναπείς, αυτές είναι δοκιμασίες του Θεού.
- Δεν θέλω άλλες δοκιμασίες, φτάνει!
- Τι να πει κι ο Νίκος παιδί μου, μη κάνεις έτσι. Ο Σπύρος μου πως είναι;
    Η Χρυσάνθη για λίγο έπιασε τον εαυτό της να ζηλεύει το ενδιαφέρον της μητέρας της για το Σπύρο.
- Καλά είναι, θα συνέλθει.
- Ευτυχώς, το αγόρι μου.
    Όταν βγήκε, ο Νίκος είχε φύγει, πήγε να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν το σπίτι.  


    Όταν αντίκρισε το σπίτι ένοιωσε το φόβο που έζησαν εκεί οι άνθρωποι του, προχώρησε λίγο πιο κοντά, φορώντας μια μάσκα γιατί μύριζε παντού καμένο και έβγαινε ακόμα καπνός. Όλα είχαν γίνει στάχτη, έπιπλα, σερβίτσια, ρούχα, φωτογραφίες, ηλεκτρικά, ακόμα και ο όμορφος κήπος είχε γεμίσει καμένα ξερόκλαδα. Ο Νίκος δεν άντεξε, γονάτισε κάτω και άρχισε να φωνάζει: «Γιατί Θεέ μου, γιατί να το ζήσω κι αυτό εεεεε;» Άκουσε όμως μια μελωδία στ’ αυτιά του και σταμάτησε, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Άκουγε το τραγούδι που τραγουδούσε η γυναίκα του όταν τη γνώρισε και μια φωνή να του λέει: «Αυτό ήταν το τελευταίο». Νόμιζε πως είχε πεθάνει και βρισκόταν στη κόλαση, μετά από λίγο σηκώθηκε και πήγε στ’ αυτοκίνητο, χτύπησε το κινητό του και δεν ήθελε να το σηκώσει, φοβόταν πάλι μήπως ήταν για κακό. Όταν ξαναχτύπησε, το σήκωσε, ήταν η Χρυσάνθη.
- Νίκο που είσαι, με τρόμαξες;
- Καλά είμαι συγνώμη, σοκαρίστηκα όταν είδα το σπίτι, είπε και άρχισε να γελά δυνατά.
- Νίκο γελάς;
- Ναι, τέρμα τα κλάματα ακούς; Τέρμα!
- Ο Σπύρος σε ζητάει, προσπάθησε να συνέλθεις σε παρακαλώ και έλα κοντά του.
    Δεν της απάντησε καν, έκλεισε απλά το τηλέφωνο.
    Η Χρυσάνθη κατάλαβε ότι είχε κουραστεί με την ίδια του τη ζωή και φοβόταν πιο πολύ γι’ αυτόν παρά γι’ αυτούς που ήταν στο νοσοκομείο. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε, τον πλησίασε και τα χέρια του ήταν γεμάτα μουτζούρες και τον έστειλε στη τουαλέτα να πλυθεί. Μόλις βγήκε έτρεξε κατευθείαν στο Σπύρο, η Άννα κοιμόταν στην αγκαλιά της κυρίας Ντίνας.
    Η Χρυσάνθη κανόνισε να μεταφερθούν σε νοσοκομείο της Αθήνας, την άλλη μέρα μεταφέρθηκαν οι ασθενείς μέχρι το μεσημέρι και όλοι οι υπόλοιποι γύρισαν με το αυτοκίνητο της Χρυσάνθης στο σπίτι της.
    Ο Νίκος τους άφησε και πήγε στην ασφαλιστική που είχε ασφαλίσει το σπίτι, ευτυχώς και για φωτιά, για να δει τι μπορούσε να γίνει. Σ’ αυτό στάθηκαν τυχεροί, η ασφαλιστική τους παραχωρούσε ένα σπίτι στην Αθήνα μέχρι να επισκευαστεί το σπίτι τους που κάηκε. Έτσι, έμειναν προσωρινά στο σπίτι της εταιρείας όλοι μαζί και ο Σπύρος που βγήκε από το νοσοκομείο, μόνο η Σωτηρία έπρεπε να μείνει κι άλλο γιατί ήταν πολύ χάλια. Η Χρυσάνθη κι ο Νίκος κάθε μέρα πήγαιναν και την έβλεπαν.
    Μια μέρα που έφτασε νωρίτερα ο Νίκος, η Σωτηρία του είπε:
- Παιδί μου είσαι ήρωας που άντεξες όλα αυτά, νομίζω ότι είναι η σειρά σου τώρα να ευτυχήσεις, αρκετά υπέφερες, αν και σίγουρα ένοιωσες ότι ήσουν ευτυχισμένος κάποτε.
- Ξέρετε, δεν την ένοιωσα ποτέ την ευτυχία.
- Μη μιλάς έτσι, τα παιδιά σου δε σε έκαναν να νοιώσεις ευτυχία;
- Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη.
- Νίκο ξύπνα και άρπαξε την ευτυχία που ήρθε με ένα περίεργο τρόπο δίπλα σου, την κόρη μου εννοώ.
- Με την κόρη σας είμαστε απλά φίλοι.
- Όχι, σε έχω δει πως τη κοιτάζεις, κόβει εμένα το μάτι μου, θα μου υποσχεθείς όμως κάτι, πως δε θα τη πληγώσεις ποτέ. Η Χρυσάνθη μου είναι πολύ ξεχωριστός άνθρωπος, όσο δυνατή φαίνεται τόσο πιο εύθραυστη και ευαίσθητη είναι.
- Δεν ξέρω κυρία Σωτηρία,είμαι πολύ μπερδεμένος και φοβάμαι ότι κοντά μου θα καταστραφεί.
- Όχι παιδί μου, σταμάτα να σκέφτεσαι αρνητικά, αφού σ' αρέσει η κόρη μου, μη την απομακρύνεις.
- Πρώτη φορά ακούω μάνα να σπρώχνει τη κόρη  της σε έναν άντρα με τέτοια μοίρα και με δυο παιδιά σε χάλια οικογενειακή κατάσταση.
-Ίσως γιατί κι εγώ έζησα άσχημη οικογενειακή κατάσταση.
-Τι εννοείτε; Πιο δύσκολη από τη δική μου, αποκλείεται.
-Ναι ομολογώ πως η δική σου κατάσταση έχει ξεφύγει.
     Η κυρία Σωτηρία του διηγήθηκε με λίγα λόγια την ιστορία της, ο Νίκος δε το πίστευε και στο τέλος τη ρώτησε:
- Πως παντρευτήκατε έναν τέτοιο άντρα;
- Τότε παιδί μου οι γονείς μας κανόνιζαν τους γάμους, όχι εμείς.
- Ενώ τώρα εσείς δε το κάνετε, της είπε και γέλασαν κι οι δυο.
- Ερωτευτήκατε ποτέ στη ζωή σας ή δεν προλάβατε;
- Πρόλαβα, το έζησα κι αυτό, αν και είσαι ο μόνος που το λέω, ούτε η Χρυσάνθη μου το ξέρει.
- Εκείνος σας αγαπούσε;
- Νομίζω ναι, αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μας, εκείνος αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό γιατί αρρώστησε άσχημα η αδερφή του.
- Και δεν ανταμώσατε ξανά από τότε;
- Όχι βέβαια.
- Πως τον έλεγαν;
- Δε θα το πιστέψεις... ον έλεγαν Νίκο.
- Αλήθεια λέτε;
- Ναι.
    Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Χρυσάνθη και ρώτησε γεμάτη απορία:
- Για ποιον Νίκο λέτε που αρρώστησε η αδερφή του, Νίκο έχεις αδερφή;
- Όχι, δε κατάλαβες καλά κορίτσι μου, για έναν γιατρό λέγαμε που με παρακολουθεί, της απάντησε η Σωτηρία. 
- Α μάλιστα, πως είμαστε σήμερα;
- Καλά μια χαρά, ο γιατρός λέει ότι σε μια βδομάδα θα βγω.
- Πολύ ωραία, θα κάνουμε ένα πάρτυ μόλις βγεις από δω.
    Σε πέντε λεπτά είχαν έρθει οι γιατροί και τους έβγαλαν έξω. Ο ένας ο γιατρός που την παρακολουθούσε, της είπε:
- Κυρία Σωτηρία, πάμε μια χαρά, αυτή τη βδομάδα θα λείπω σ' ένα συνέδριο στο εξωτερικό και θα με αντικαταστήσει ο συνάδελφος, δόκτωρ Νικ ήρθε πρόσφατα από το εξωτερικό.
- Καλημέρα κυρία μου έχω δει το φάκελο σας όλα θα πάνε μια χαρά.
Η Σωτηρία ακούγοντας αυτή τη φωνή μούδιασε, δε μπορεί δεν είναι δυνατόν, σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε: "Θεέ μου δε μπορεί, αυτά τα μάτια της ήταν πολύ γνώριμα". Κι εκείνος τη κοιτούσε σαστισμένος.
- Σωτηρούλα μου, εσύ είσαι;
- Δεν είναι δυνατόν, Νίκο εσύ;
- Ναι εγώ είμαι.
    Ο άλλος γιατρός τους διέκοψε λέγοντας:
- Γνωρίζεστε;
- Ναι, είμαστε από το ίδιο χωριό, γείτονες.
- Χαίρομαι και θα είμαι πιο ήσυχος τώρα, σας αφήνω να τα πείτε.
    Μίλησε πρώτος ο Νικ:
- Σωτηρούλα μου δεν άλλαξες καθόλου, της είπε ενώ κάθόταν δίπλα της και της έπιανε το χέρι, θα σ' αναγνώριζα όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
- Κι εγώ Νίκο μου, είπε κι εκείνη και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της.
- Μη κλαις γλυκιά μου.
     Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Χρυσάνθη ανήσυχη, ακολούθησε κι ο Νίκος.
- Συμβαίνει κάτι γιατρέ;
    Σηκώθηκε βιαστικά ο Νικ και της είπε:
- Όχι, όχι τίποτα, τα λέγαμε λίγο, γνωριζόμαστε από παλιά και συγκινηθήκαμε λίγο. Εσείς πρέπει να είστε η κόρη της, της μοιάζετε.
- Ναι, εγώ είμαι.
Η Σωτηρία διέκοψε λέγοντας:
- Μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά, κόρη μου, με τον δόκτωρ Νικ.
- Α πολύ ωραία χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, δόκτωρ Νικ.
    Ο Νίκος κατάλαβε πως κάτι έτρεχε μ' αυτόν το γιατρό και δεν άντεξε και ρώτησε:
- Νίκ από το Νίκος;
- Ναι.
- Συνονόματοι, χάρηκα, είπε, δίνοντας το χέρι και κοιτώντας τη Σωτηρία που του έκλεισε το μάτι.
Μετά τις συστάσεις, ο Νικ έφυγε και μετά από λίγο έφυγαν η Χρυσάνθη κι ο Νίκος. Η Σωτηρία δε μπορούσε να πιστέψει ότι μόλις ανέφερε το όνομα του, εμφανίστηκε μπροστά της.
"Τι σύμπτωση ήταν αυτή, η μοίρα ακόμη μου παίζει τρελλά παιχνίδια", σκέφτηκε.       


    Μόλις βρέθηκαν οι δυο τους στ’ αυτοκίνητο η Χρυσάνθη κι ο Νίκος, η Χρυσάνθη δεν άντεξε και ρώτησε:
- Για πες μου τι τρέχει με το δόκτωρ Νικ;
- Σαν τι να τρέχει;
- Έλα τώρα, είδα τη μάνα μου που σου ‘κλεισε το μάτι.
Ο Νίκος άρχισε να γελάει για να σκεφτεί κάτι να της πει.
- Σταμάτα να γελάς και πες μου.
- Πλάκα έχεις, τίποτα δεν είναι, απλά μου έλεγε πριν, πόσο της αρέσει το όνομα Νίκος και όταν άκουσα και δόκτωρ Νίκ, καταλαβαίνεις.
- Αλήθεια λες, σου είπε ότι της αρέσει αυτό το όνομα;
- Ναι, γιατί;
- Θα σου πω, όταν πήγα ν’ αδειάσω το πατρικό μου για να το πουλήσω, μέσα σε μια βαλίτσα βρήκα ερωτικά γράμματα απεσταλμένα σε κάποιο Νικολή. Τώρα θα μου πεις τι κάθομαι και συζητάω μαζί σου, σα πολύ θάρρος να πήρα.
- Όχι Χρυσάνθη, καλά κάνεις και μου τα λες, και μ’ αρέσει αυτό το θάρρος. Όπως βλέπεις αρχίζουν και μας δένουν πράγματα, μήπως η ζωή θέλει κάτι να μας δείξει;
-Τι να μας δείξει;
-Τίποτα άστο, φτάσαμε.
    Άφησε τη Χρυσάνθη κι έφυγε. Εκείνη από τη στιγμή που την άφησε άρχισε να σκέφτεται διάφορα:
«Τι εννοεί άραγε, μήπως άρχισε να νοιώθει κάτι για μένα; Άραγε θα μου  το πει ποτέ; Κι εγώ που κοιμάμαι συνέχεια με την εικόνα του; Πως τη πάτησα έτσι και δένομαι με τα παιδιά του; Αμ το άλλο, αυτή η αγάπη για τη μάνα μου; Δε λέω είναι άνθρωπος που αγαπιέται».
    Χιλιάδες ερωτήματα και σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό της. Ένα ήταν σίγουρο, ότι τον Νίκο τον αγαπούσε και δεν άντεχε να μη τον βλέπει. Κάποια στιγμή, πήγε στην αποθήκη και άρχισε να ψάχνει τα ερωτικά γράμματα που είχε βρει στο πατρικό της. Μόλις τα βρήκε, κάθισε, τα’ άνοιξε και άρχισε να τα διαβάζει.
    Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν σίγουρα της μητέρας της. Διαβάζοντας τα, τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της χωρίς να το καταλαβαίνει. Τι έρωτας κι αυτός.
    Γιατί έφυγε και την άφησε έτσι αυτός ο Νικολής; Κάνε γούστο ο Νικολής να είναι ο δόκτωρ Νικ.... Ωχ ναι, αυτός είναι! Πώς δεν το κατάλαβα! Και ο Νίκος σίγουρα κάτι ήξερε και μου είπε αυτή τη βλακεία με το όνομα. Μα τι γίνεται, συνομωσία η μάνα μου με το Νίκο;
    Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου ντύθηκε και πήγε ξανά στο νοσοκομείο. Σα να τους μυρίστηκε, τους πέτυχε μαζί αγκαλιασμένους στον κήπο του νοσοκομείου, κρύφτηκε και κάθισε στο παγκάκι ακριβώς από πίσω τους. Εκείνοι ανυποψίαστοι μιλούσαν για τον έρωτα τους:
- Σωτηρούλα μου, τι τράβηξες εξαιτίας μου!
- Όχι Νικολή μου, δε φταις εσύ.
- Κι όμως φταίω, έπρεπε να γυρνούσα και να σ’ έπαιρνα κοντά μου.
- Δε γινότανε αγάπη μου. Ξέρεις σου έγραφα γράμματα, αλλά δεν ήξερα που να τα στείλω και τα έκρυβα.
- Σωτηρούλα μου γλυκιά ,τόσα χρόνια ζούσα με την γεύση των χειλιών σου δε μπόρεσα να φτιάξω τη ζωή μου. Όποια κι αν γνώριζα μόλις τη φιλούσα την έδιωχνα, λες και με είχες στοιχειώσει.
- Συγνώμη αγάπη μου, ούτε κι εγώ αγάπησα ποτέ τον άντρα μου, παρόλ’ αυτά μου χάρισε δυο υπέροχα παιδιά που ευτυχώς δεν τα επηρέασε με το δύστροπο χαρακτήρα του. Αλλά αυτή την αμαρτία μου, που έκανα έρωτα μ’ έναν άντρα και φαντασιωνόμουν κάποιον άλλον την πλήρωσα με την Μυρτώ μου, το κοριτσάκι μου πέθανε, είπε κι άρχισε να κλαίει.
- Ησύχασε αγάπη μου σε παρακαλώ, θ’ αρρωστήσεις.
- Με τιμωρεί ο Θεός Νικολή μου, γιατί δεν πήρε εμένα και πήρε εκείνη;
- Σε παρακαλώ ηρέμησε, έχεις τη Χρυσάνθη σου.
- Ναι η γλυκιά μου, τι έχει τραβήξει από μικρή...
- Ο Νίκος είναι ο άντρας της;"
- Όχι αλλά θα φροντίσω να γίνει.
- Σωτηρούλα τι λες;
- Το κοριτσάκι μου είναι ερωτευμένο, το’ χω καταλάβει και δε θ’ αφήσω να χάσει κι αυτή τον έρωτα της όπως κι εγώ.
- Είσαι σίγουρη;
- Ναι, τη βλέπω που τον κοιτάει και λιώνει. Για το Νίκο λίγο φοβάμαι γιατί πέρασε πάρα πολλά αυτό το παιδί και έχει και δυο παιδιά.
- Εγώ λέω να μη πιέσεις καταστάσεις.
- Δε γίνεται, πρέπει να προλάβω να δω ευτυχισμένη τη Χρυσάνθη μου πριν πεθάνω, μετά από τα τελευταία αποτελέσματα εξετάσεων που μ’ έφερες.
    Σηκώθηκαν κι οι δυο και μπήκαν στο νοσοκομείο. Η Χρυσάνθη νόμιζε πως όλα ήταν ένα όνειρο. Σοκαρίστηκε ακούγοντας τη μητέρα της να λέει ότι έκανε έρωτα με τον πατέρα της και φαντασιωνόταν κάποιον άλλον, την πείραξε λίγο. Στεναχωρήθηκε για τις εξετάσεις τις, δεν ήθελε να τη χάσει. Το άλλο πάλι, πως είχε καταλάβει τον έρωτα της για τον Νίκο; Άρα φαινόταν πολύ... Αχ κυρία Σωτηρία σ’ όλα μέσα είσαι, τίποτα δε σου ξεφεύγει. Για να το βλέπει αυτή σίγουρα το βλέπουν κι άλλοι. Για τον Νίκο όμως δεν ήταν σίγουρη.
    Γύρισε σπίτι, μάζεψε τα γράμματα τα έβαλε σ’ ένα όμορφο κουτί και αποφάσισε να τα στείλει αργοπορημένα στον αποστολέα τους. Το σίγουρο ήταν ότι αγάπησε πολύ τη μητέρα της, τόσο που ούτε παντρεύτηκε ο άνθρωπος. Τι έρωτας κι αυτός! Άραγε ο Νίκος θα ένοιωθε ποτέ όλα όσα νοιώθει αυτή για κείνον;     


    Την επόμενη  μέρα πήρε ρεπό από τη δουλειά της και πήγε πρωί πρωί στο νοσοκομείο, αποφασισμένη να μιλήσει στη μητέρα της για όλα. Η Σωτηρία ακούγοντας την ντράπηκε λίγο.  
- Μη ντρέπεσαι καλέ μαμά, είναι πράγματα που συμβαίνουν, έπρεπε να μου είχες μιλήσει νωρίτερα και όχι να τα μαθαίνω έτσι.
- Αχ κοριτσάκι μου τι να σου έλεγα, λέγονται αυτά τα πράγματα;
- Κι όμως αυτά είναι που πρέπει να λέγονται.
- Ούτε εσύ μου μιλάς Χρυσάνθη μου για το Νίκο, όλα μόνη μου τα καταλαβαίνω.
- Ωραία λοιπόν τέλος, από δω και πέρα θα τα λέμε όλα. Λοιπόν σ' ακούω, τι γίνεται με την υγεία σου;
- Τίποτα κορίτσι μου, όλα καλά.
- Μαμάαααααα.
- Ουφ, εντάξει έχω έναν όγκο που πρέπει να βγει και να το κάνουν βιοψία.
- Δεν το βάζουμε κάτω, εσύ αυτό μου έμαθες.
    Άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια τους, αγκαλιάστηκαν κι η μια έδινε κουράγιο στην άλλη. Κάποια στιγμή μπήκε μέσα ο Νικ.
- Τι πάθατε όμορφες κυρίες μου;
-Τίποτα, κάτι δικά μας, ελάτε.
- Χρυσάνθη σ' ευχαριστώ για το υπέροχο δώρο που μου έστειλες.
    Μπήκε στη μέση η Σωτηρία:
- Για πιο δώρο μιλάτε Χρυσάνθη;
- Για τα γράμματα που έπρεπε να είχε πάρει πολλά χρόνια πριν.
- Τα βρήκες;
- Ναι μαμά τα βρήκα, έχει καιρό αλλά ποτέ δεν ασχολήθηκα. Ύστερα από αυτά που άκουσα όμως, έπρεπε να κάνω το καθήκον μου.
- Νικολή τα διάβασες;
- Όχι ακόμη, δεν πρόλαβα, σήμερα το πρωί τα παρέλαβα. Θέλω να καθίσω ήσυχος και να τα απολαύσω.
    Την χαιρέτησαν κι οι δυο κι έφυγαν. Μόλις βγήκαν ο Νικ της είπε:
- Έλα λίγο από το γραφείο μου σε παρακαλώ;
- Ναι βεβαίως, υποθέτοντας ότι κάτι ήθελε να την ρωτήσει για τα γράμματα.
- Κάθισε σε παρακαλώ, της είπε διστακτικά.
- Πείτε μου ελεύθερα, μη διστάζετε.
- Η Σωτηρούλα δεν είναι καλά, θα πρέπει να χειρουργηθεί άμεσα, δεν έχουμε χρόνο, οι εξετάσεις της βγήκαν πολύ χάλια.
- Αν χειρουργηθεί και μετά, τι πιθανότητες έχει;
- Προσοχή, δεν πρέπει να μάθει όλα όσα γίνονται.
- Της υποσχέθηκα ότι δεν θα της ξαναπώ ψέματα.
- Σ' αυτήν την περίπτωση πρέπει να πεις, δεν πρέπει να ξέρει, ήδη οι εξετάσεις έχουν δείξει κακοήθεια τρίτου βαθμού και πολύ φοβάμαι ότι έχουν πειραχτεί όργανα.
    Η Χρυσάνθη δεν κρατήθηκε και την πήραν τα κλάματα.
- Μη κλαις κορίτσι μου, εσύ πρέπει να είσαι πιο δυνατή για να τη βοηθήσεις, εννοείται πως θα τη φροντίσω κι εγώ όσο μπορώ, λες να θέλω να τη χάσω τώρα που τη βρήκα;
- Είναι λίγο άδικό τώρα που βρήκε τον έρωτα της ζωής της να πάθει όλα αυτά.
- Δυστυχώς έτσι είναι η ζωή.
    Φεύγοντας από το νοσοκομείο δεν ένοιωθε πολύ καλά και γύρισε σπίτι. Μπήκε στο μπάνιο και άφησε το νερό να τρέχει αρκετή ώρα πάνω της. Άκουσε έναν ήχο βαθιά σα κουδούνι. Τυλίχτηκε γρήγορα με μια πετσέτα και πήγε να δει ποιός είναι. Ήταν ο Νίκος.
- Νίκο τι κάνεις εσύ εδώ;
- Καλά είσαι; Τρόμαξα, δέκα λεπτά έχει που χτυπάω το κουδούνι.
- Συγνώμη, ήμουν στο μπάνιο και δεν το άκουγα.
    Την έπιασε πάλι το παράπονο κι έβαλε τα κλάματα.
- Χρυσάνθη μου τι έπαθες;
    Εκείνη τον αγκάλιασε και έκλαιγε με λυγμούς, εκείνος της σκούπισε τα δάκρυα και άρχισε να τη φιλάει, εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως, έλιωσε στα χέρια του, η πετσέτα γλίστρησε, ο Νίκος την πήρε αγκαλιά, την πήγε στο κρεβάτι και το πάθος τους οδήγησε στην ερωτική πράξη, τα κορμιά τους είχαν γίνει ένα. Τα βογκητά και οι αναστεναγμοί ηχούσαν στο δωμάτιο και στο τέλος μια κραυγή γεμάτη πόνο. Ο Νίκος αναψοκοκκινισμένος σηκώθηκε και την κοίταξε στα μάτια:
- Χρυσάνθη γιατί δε μου το είπες;|
-Τι να σου πω; τον ρώτησε ζαλισμένη.
- Ότι είμαι ο πρώτος.
- Ντρεπόμουν, φοβόμουν πως θα με κορόϊδευες.
- Τι είναι αυτά που λες, είσαι καλά;
- Ναι πονάω λίγο μάλλον έχω ματώσει.
- Μη φοβάσαι.
- Δε φοβάμαι.
- Τουλάχιστον σου άρεσε;
    Χαμογέλασε και του είπε:
-Ήταν τέλειο, εσένα;
    Γέλασε κι εκείνος και είπε:
-Ήταν το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ.
    Την αγκάλιασε ξανά και τη γέμισε φιλιά. Στο μυαλό του όμως τριγυρνούσαν διάφορες σκέψεις. Δεν περίμενε ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο τη δεδομένη στιγμή και ότι θα το απολάμβανε τόσο, ξαφνικά τον κυρίευσε ο φόβος. Μήπως δεν έπρεπε, μήπως ήταν λάθος; Δεν της αξίζω, δεν είναι σωστό, είχε αρχίσει πάλι να σκέφτεται...


    Μετά από αυτές τις σκέψεις σηκώθηκε και τη ρώτησε με ύφος σοβαρό:
-Χρυσάνθη , είσαι σίγουρη ότι το ήθελες αυτό που κάναμε ή σε παρέσυρα;
-Όχι Νίκο, το ήθελα πολύ, γιατί σ’ αγαπώ, δεν μπορώ να το κρύβω άλλο.
-Λες αλήθεια;
-Ναι γιατί με ρωτάς; Δε με πιστεύεις;
-Σε πιστεύω.
-Εσύ πως νοιώθεις;
-Ωραία, πολύ ωραία... Βέβαια τα συναισθήματα μου είναι μπερδεμένα ή μάλλον εξαφανισμένα.
    Η Χρυσάνθη ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι που δεν της είπε κι εκείνος ότι την αγαπά. Μάλλον ζητούσε πολλά. Με την δικαιολογία ότι πονούσε λίγο, πήγε στην τουαλέτα και άρχισε να κλαίει. Δεν ήθελε να τον πιέσει, ούτε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Κάποια στιγμή τον άκουσε να τη φωνάζει:
-Είσαι καλά;
-Ναι, ναι έκανα ένα ντουζάκι.
    Σκουπίστηκε και βγήκε, ο Νίκος την περίμενε απ’ έξω.
-Καλύτερα να σ’ αφήσω να ξαπλώσεις λίγο να ξεκουραστείς, έτσι κι αλλιώς πρέπει να ταχτοποιήσω κάτι εκκρεμότητες με το σχολείο των παιδιών.
-Όπως θέλεις. Νίκο, πώς ήξερες ότι ήμουν σπίτι;
-Πέρασα από το νοσοκομείο και με ενημέρωσε ο Νικ για όλα.
    Χαιρετήθηκαν, εκείνος πήγε στη δουλειά του και η Χρυσάνθη έπεσε για ύπνο. Ο Νίκος αφού τελείωσε με τα διαδικαστικά για το σχολείο πήγε σπίτι κι εκεί τον περίμενε μια έκπληξη. Η κυρία Ντίνα τον ενημέρωσε γι’ αυτήν.
-Ήρθες αγόρι μου, έστειλαν αυτό το κουτί από την ψυχιατρική κλινική είναι της γυναίκας σου.
-Πότε ήρθε;
-Το πρωί.
    Ο Νίκος πήρε το κουτί και μπήκε στο δωμάτιο του για να το ανοίξει. Μέσα είχε μερικά ρούχα της, το φάκελο της υγείας της και ένα μπλοκ που σχεδίαζε. Άνοιξε το μπλοκ και οι ζωγραφιές τον σόκαραν: ήταν γυμνές φιγούρες με μαύρα πρόσωπα και κορμιά γεμάτα αίματα. Μόνο στην τελευταία σελίδα είχε ζωγραφίσει δυο χαμογελαστά αστέρια και στο ένα μέσα είχε γράψει «Άννα μου».
    Ο Νίκος έσκισε το φύλλο με τη ζωγραφιά, πήρε ένα μαρκαδόρο κι έγραψε στο άλλο αστεράκι «Σπύρο μου» με το δικό της γραφικό χαρακτήρα. Ήθελε τα παιδιά του να έχουν ένα ενθύμιο από τη μητέρα τους. Εκείνη τη στιγμή άκουσε τις φωνές τους, μόλις είχαν γυρίσει από τη βόλτα που είχαν πάει με τον άντρα της κυρίας Ντίνας. Βγήκε από το δωμάτιο, τα αγκάλιασε και τους έδειξε τη ζωγραφιά. Πρώτη αντέδρασε η Άννα:
-Είδες, η μαμά δε μας ξέχασε, έγραψε και το όνομα του Σπύρου.
-Πως ήξερε για μένα; (Ρώτησε ο Σπύρος)
-Της μίλησα εγώ γιε μου, αλλά το διαισθανόταν κι εκείνη, καμιά μάνα δεν ξεχνά το παιδί της.
    Αποφάσισαν να κολλήσουν μια φωτογραφία της ανάμεσα στα αστεράκια και να την κορνιζάρουν. Το ίδιο βράδυ ο Νίκος την είδε στο όνειρο του να του λέει: «Μη κάθεσαι, τρέχα να προλάβεις, η Χρυσάνθη δε θα σε περιμένει για πάντα, η ζωή τρέχει σα νερό και εσύ και τα παιδιά έχετε ανάγκη από λίγη ευτυχία». Όταν ξύπνησε πήγε κοντά στα παιδιά του που μόλις είχαν ξυπνήσει.
-Θέλω να σας ρωτήσω κάτι.
-Τι είναι καλέ μπαμπά στον ύπνο σου μας έβλεπες πρωί- πρωί; αναρωτήθηκε η Άννα.
-Ακριβώς. Θέλω να μου πείτε τι νοιώθετε για τη Χρυσάνθη;
-Εγώ την αγαπώ είπε η Άννα.
-Δεν ξέρω..., δίστασε ο Σπύρος. Εγώ αγαπώ τη γιαγιά Σωτηρία...Γιατί ρωτάς, θα την παντρευτείς;
-Δεν είπα κάτι τέτοιο, αλλά ίσως να γίνει κι αυτό, έχεις πρόβλημα;
-Όχι καλέ μπαμπά, τι πρόβλημα να έχει ο Σπύρος, πότε ο γάμος;
-Άννα ηρέμησε σε παρακαλώ, μη βιάζεσαι. Ούτε στη Χρυσάνθη δε μίλησα ακόμη.
-Να το κάνεις παιδί μου, θα χαρεί πολύ και η κυρία Σωτηρία, σχολίασε η κυρία Ντίνα, που τους άκουγε συγκινημένη.
    Η Χρυσάνθη όλη μέρα στη δουλειά νόμιζε πως είχε πυρετό. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αν ήταν από τη χαμένη της παρθενιά ή από την απογοήτευση της που δεν της είπε ο Νίκος ότι την αγαπά. Τις επόμενες δυο μέρες δε συναντήθηκε καθόλου μαζί του, τον απέφευγε και γι'αυτό πήγαινε πολύ αργά στο νοσοκομείο, για να μη τον συναντήσει. Η Σωτηρία κατάλαβε ότι κάτι έτρεχε και τη ρώτησε:
-Έχεις τίποτα κορίτσι μου, λυπημένη μου φαίνεσαι, μη στεναχωριέσαι για μένα.
-Όχι μαμά απλά έχουμε πολύ δουλειά, είμαι κουρασμένη και αδιάθετη, καταλαβαίνεις.
    Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό της, ήταν η ξαδέρφη της, από τη Θεσσαλονίκη. Με όλα αυτά που έγιναν με τη φωτιά, δε μπόρεσαν να συναντηθούν όταν είχαν έρθει Αθήνα, μόνο μια στιγμή που πέρασε η ξαδέρφη της από το νοσοκομείο να τους δει.
-Έλα γλυκιά μου, τι κάνεις;
-Καλά, εσύ όμως δε μ’ ακούγεσαι πολύ καλά, δεν είναι καλά η θεία;
-Το βρήκες.
-Ο Νίκος σου τι κάνει;
-Ε όχι και "μου".
-Γιατί, χωρίσατε;
-Μα δεν είχαμε τίποτα.
-Άσ' τα αυτά, θα τα πούμε από κοντά.
-Έρχεσαι;
-Ναι αύριο το πρωί θα είμαστε εκεί, θέλει η μαμά να δει την αδερφή της, έχει κι ο Λεωνίδας μια δουλειά και θα έρθουμε όλοι μαζί. Να τον γνωρίσεις πριν το γάμο.
-Αχ ωραία, τέλεια, θα τα πούμε από κοντά.
    Έκλεισε το τηλέφωνο, είπε τα νέα στη μητέρα της και πήγε σπίτι να καθαρίσει λίγο, να ετοιμάσει το δωμάτιο για την ξαδέρφη της, τον καναπέ για τη θεία της και να αγοράσει μερικά πράγματα να έχει το ψυγείο. Την ώρα που έβγαζε τα σκουπίδια ήρθε ο Νίκος.
-Νίκο! Πώς από δω;
-Πώς είσαι;
-Καλά, καλά.
-Δε σε είδα στο νοσοκομείο, μου είπε η μητέρα σου ότι πήγαινες αργά γιατί είχατε πολύ δουλειά, αλήθεια;
-Και βέβαια αλήθεια.
-Ωραία, θέλω να κάνω τη μαμά σου λίγο να χαρεί και σκέφτηκα αύριο που είναι Σάββατο να της πάω τα παιδιά το πρωί γύρω στις 11 να τα δει, θα μπορούσες να είσαι κι εσύ εκεί;
-Ναι, θα είμαι έτσι κι αλλιώς, θα έρθει η ξαδέρφη μου από τη Θεσσαλονίκη.
-Ευκαιρία να τους γνωρίσω λοιπόν.
Δίστασε λίγο πριν συνεχίσει..
-Εδώ σου ’χω ένα δωράκι για όσα έκανες για μένα, άνοιξε το μόλις φύγω.
    Της έδωσε ένα κουτί και σχεδόν εξαφανίστηκε
    Η Χρυσάνθη σαστισμένη μα και περίεργη το άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα υπέροχο κόκκινο φόρεμα, ένα ζευγάρι χρυσά πέδιλα, μια κάρτα κομμωτηρίου με σημειωμένο ραντεβού πάνω και ένα σημείωμα που έλεγε: «Φόρεσε το δώρο σου αύριο το πρωί, γιατί θα σας βγάλω έξω για φαγητό μετά». Αν και την παραξένεψε όλο αυτό, τήρησε ην "εντολή" κατά γράμμα. Όταν έφτασε στο νοσοκομείο το πρωί, βρήκε τη μητέρα της χτενισμένη και ντυμένη.
-Μαμά κι εσύ στο σικ; Τι γίνεται;
-Κι εσύ είσαι μια κούκλα κόρη μου. Τι ωραία ρούχα είναι αυτά που φοράς;
-Ο Νίκος μου τα έκανε δώρο, εσύ πού το βρήκες το φόρεμα;
-Ο Νικ μου τα’ αγόρασε.
-Α μάλιστα.
    Εκείνη τη στιγμή μπήκαν όλοι μέσα, η ξαδέρφη της με τον Λεωνίδα, η θεία της, η κυρία Ντίνα με τον άντρα της, ο Νικ και στο τέλος ο Νίκος με τα παιδιά.
-Έτοιμοι; Φύγαμε, έδωσε σήμα ο Νίκος
-Μα που πάμε όλοι μαζί;
-Θα δεις... Σήμερα είσαι μια κούκλα!
    Η Χρυσάνθη ένοιωσε τα μάγουλα της να παίρνουν φωτιά.
    Λίγη ώρα αργότερα, τα τρία αυτοκίνητα έφθασαν σε ένα υπέροχο μέρος με πεύκα όπου βρισκόταν ένα πολυτελέστατο εστιατόριο με ωραία διακόσμηση. Μόλις κάθισαν όλοι, άρχισε να παίζει ο πιανίστας μια ωραία μελωδία στο πιάνο, ο Νίκος σηκώθηκε και πήγε μπροστά της, γονάτισε, έβγαλε ένα κουτί από την τσέπη του, το άνοιξε και τη ρώτησε:
-Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;
    Η Χρυσάνθη τον κοιτούσε σα χαμένη, σαν να ήταν όνειρο, σα πρωταγωνίστρια σε παραμύθι. Όλοι άρχισαν να γελούν και να χτυπούν παλαμάκια.
-Λοιπόν τι λες θα μου απαντήσεις;
    Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια και με δάκρυα χαράς που δεν μπορούσε να συγκρατήσει, τον αγκάλιασε και του είπε: «ναι». Όλοι χειροκροτούσαν και φώναζαν "φιλί, φιλί". Φιλήθηκαν και η Χρυσάνθη ένοιωθε να μουδιάζει ολόκληρη από ευτυχία….                          
 
    Μετά από όλο αυτό, η Χρυσάνθη δήλωσε:
-Απ’ ότι κατάλαβα είσαστε όλοι στο κόλπο.. .κανονικά θα έπρεπε να σας θυμώσω, αλλά επειδή μου άρεσε πολύ το κόλπο σας, σας συγχωρώ.
    Γέλασαν με τη καρδιά τους, χόρεψαν, τραγούδησαν, έφαγαν και πέρασαν μια αξέχαστη μέρα, κάτι που το είχαν όλοι ανάγκη. Το αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν η σουίτα που έκλεισε ο Νίκος σε ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο, για να περάσουν οι δυο τους το βράδυ. Πριν μια μέρα ένοιωθε δυστυχισμένη και τώρα ήταν τρισευτιχισμένη. Τα έβαζε με τον εαυτό της που δεν κατάλαβε όλα όσα  ετοίμαζε ο Νίκος. Τι σόι ψυχολόγος είμαι; αναρωτιόταν.
    Το βράδυ ήταν ακόμα πιο υπέροχο από την ημέρα, ο Νίκος ήταν τόσο τρυφερός και παθιασμένος μαζί της, που νόμιζες ότι την είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα και ζούσε πρώτη φορά τον έρωτα. Όμως η Χρυσάνθη ήξερε καλά ότι είχε ερωτευτεί τη γυναίκα του. Ξύπνησε το πρωί από το φως του ήλιου που πρόβαλε στο παράθυρο. Ήταν κουλουριασμένη γυμνή στην αγκαλιά του, τσιμπήθηκε να δει μήπως ήταν όνειρο. Εκείνος κοιμόταν ακόμη, η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα και στο μέτωπο του δυο ρυτίδες που έδειχναν ένα βασανισμένο άνθρωπο. Όσο τον παρατηρούσε, πρόσεξε την ουλή που είχε δίπλα στο αυτί και άλλη μια κάτω από το σαγόνι και μια στον αριστερό ώμο. Τι είναι όλα αυτά άραγε, από τι είναι; Δεν τα είχε προσέξει νωρίτερα. Εκείνη τη στιγμή γύρισε και σήκωσε το ένα χέρι ψηλά και τότε είδε κι άλλη μια ουλή πιο κάτω από τη μασχάλη του. Ο Νίκος άνοιξε τα μάτια του και την είδε που τον παρατηρούσε:
-Χρυσάνθη τι κάνεις
-Ξύπνησες αγάπη μου;
-Ναι ξύπνησα, εσύ τι κοιτάς;
-Α τίποτα, παρατηρούσα το όμορφο σώμα σου.
-Ποιόν κοροϊδεύεις, λέγε.
-Όχι απλά έβλεπα ότι έχεις πολλές ουλές και αναρωτιόμουν από πού τις έχεις.
    Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και φόρεσε το πουκάμισο του.
-Συγνώμη Νίκο δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω, αλλά αν θέλεις μπορείς να μου μιλήσεις, μη ξεχνάς είμαι και ψυχολόγος.
-Δεν το ξεχνάω, απλά είναι στιγμές που δεν θέλω να θυμάμαι.
-Ίσως όμως αν μιλήσεις γι’ αυτές να βγάλεις την αρνητική ενέργεια από μέσα σου.
-Ναι ίσως έχεις δίκιο, απλά πονάω ακόμη.
-Καλά ας τ’ αφήσουμε τώρα και να κατέβουμε για πρωινό, τι λες;
-Μμ, καλή ιδέα κι έχω μια πείνα, την κοίταξε πονηρά, η Χρυσάνθη κατάλαβε τις προθέσεις του και μπήκε κάτω από τα σεντόνια, το ίδιο έκανε κι ο Νίκος, τους κυρίευσε το πάθος και τα κορμιά τους έγιναν ένα άλλη μια φορά. Ένα υπέροχο σαββατοκύριακο είχε τελειώσει, επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα.
    Σε δυο μέρες η κυρία Σωτηρία μπήκε χειρουργείο, της αφαιρέθηκε ο όγκος, έγινε βιοψία, βγήκε θετική και άρχισε τις χημοθεραπείες. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, με το Νίκο συναντιόταν, έδιναν πεταχτά φιλιά ο ένας στον άλλον και τίποτα άλλο. Η Σωτηρία έχασε τα μαλλιά της και η ψυχολογία της ήταν πολύ χάλια. Η μόνη της χαρά ήταν όταν έβλεπε τα παιδιά και το Νικ, οι μέρες περνούσαν δύσκολα άλλοτε με ηρεμία και άλλοτε με αγωνία. Ένα πρωί ο Νικ κάλεσε τη Χρυσάνθη στο ιατρείο του:
-Τι συμβαίνει, πείτε μου.
-Κοίτα κορίτσι μου, η Σωτηρούλα μου έκανε μετάσταση, δεν έχει πολύ χρόνο ζωής δυστυχώς. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει.
    Η Χρυσάνθη τον κοιτούσε αμίλητη, σηκώθηκε απότομα, γύρισε την πλάτη της και προχώρησε να φύγει.
-Στάσου.
-Τι είναι, υπάρχει ελπίδα;
-Όχι, σκέφτηκα όμως ότι μπορούμε να της δώσουμε μια μεγάλη χαρά για το τέλος της.
-Τι εννοείτε;
-Να παντρευτείς Χρυσάνθη, να είναι στο γάμο σου, που τον περιμένει με τόση λαχτάρα.
-Ναι έχετε δίκιο, θα μιλήσω με το Νίκο και θα δω τι θα κάνω.
    Μόλις το κουβέντιασε με το Νίκο, εκείνος συμφώνησε αμέσως και άρχισαν τις ετοιμασίες του γάμου αν και η διάθεση τους ήταν χάλια. Αποφάσισαν να το κρατήσουν κρυφό προς το παρόν από τη Σωτηρία. Ετοίμασαν τα χαρτιά, το νυφικό, το κουστούμι, την εκκλησία, τις προσκλήσεις και ότι άλλο χρειάζονταν. Πρότεινε στην ξαδέρφη της να γίνουν εκείνοι κουμπάροι. Η ξαδέρφη της δεν το πίστευε:
-Ε δεν είμαστε καλά, θα παντρευτείς τελικά εσύ πριν από μένα!
-Τι να κάνουμε έτσι πρέπει, καταλαβαίνεις.
-Ναι γλυκιά μου, μην ανησυχείς, οι κουμπάροι είναι σύμφωνοι.
    Όλα ήταν έτοιμα για το γάμο, όταν το ανακοίνωσαν στη Σωτηρία, είδαν μετά από πολύ καιρό να λάμπει ένα χαμόγελο στα χείλη της……..                              
    Όλα έγιναν πολύ γρήγορα... O γάμος ήταν όμορφος, αλλά και ο γαμπρός και η νύφη είχαν μια θλίψη στα μάτια τους, σα πέπλο ομίχλης μπροστά τους, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Με όλα αυτά, δεν πρόσεξαν την περίεργη συμπεριφορά του Σπύρου, που ήταν συνέχεια αμίλητος, ανόρεχτος και θλιμμένος.
    Μια βδομάδα μετά από το γάμο, η Σωτηρία πέθανε στην αγκαλιά του Νικολή της με ένα ήρεμο βλέμμα στο πρόσωπο της, λες και ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. «Έπρεπε να πεθάνει για να είναι ευτυχισμένη;» Η Χρυσάνθη, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε μείνει ορφανή, δεν έβγαιναν δάκρυα από τα μάτια της ούτε καν στη κηδεία, το βλέμμα της κενό, ένοιωθε σαν υπνοβάτης σε κακό όνειρο. Εκείνος που αντέδρασε πολύ άσχημα ήταν ο Σπύρος, άρχισε να ουρλιάζει και να φωνάζει: «φέρτε πίσω τη γιαγιά μουουου ακούτε; θα σας σκοτώσω» και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο.
    Ο Νίκος βλέποντας αυτή την αντίδραση, φοβήθηκε ότι το παιδί είχε συμπτώματα σχιζοφρένειας και αποφάσισε να τον πάει σε έναν ειδικό γιατρό. Ο γιατρός του είπε ότι, εφόσον υπάρχει τέτοιο ιστορικό, πρέπει να τον παρακολουθούν στενά και να μη τον αφήνουν ποτέ μόνο του. Ο Νίκος το συζήτησε με την Χρυσάνθη κι εκείνη δέχτηκε να τον βοηθήσει. Το παιδί έτρωγε πολύ λίγο και είχε εξαντληθεί, γι’ αυτό χρειάστηκε να νοσηλευτεί για να του βάλουν ορό. Η Χρυσάνθη ήταν συνέχεια δίπλα του, πολλές φορές στον ύπνο του, της τραβούσε τα μαλλιά και τη γρατζουνούσε, πονούσε αλλά έκανε υπομονή γιατί ήξερε πως δεν έπρεπε να τον εκνευρίσει περισσότερο.
    Ένα πρωί πήγε για λίγο τουαλέτα και όταν γύρισε δεν τον βρήκε εκεί. Τρόμαξε και έτρεξε έξω πανικόβλητη.
"Θεέ μου που πήγε, βοήθησε με", σκεφτόταν. Ρώτησε τις νοσοκόμες που δεν είδαν τίποτα, βγήκε έξω στην αυλή και τότε τον είδε να κάθεται σ’ ένα πεζούλι και να χαϊδεύει ένα σκυλάκι.
-Σπύρο τι κάνεις εδώ; Που το βρήκες το σκυλάκι;
-Μου το έστειλε η γιαγιά Σωτηρία για να μου κάνει παρέα.
-Αλήθεια; Και πως το λένε;
-Σωτήρη.
-Μμ ωραίο όνομα, μόνος σου το σκέφτηκες;
-Η γιαγιά Σωτηρία το σκέφτηκε, πρέπει να του δώσω να φάει για να πάρει δύναμη.
-Ναι Σπύρο δίκιο έχεις κι εσύ πρέπει να γίνεις γρήγορα καλά για να μπορείς να το φροντίζεις.
    Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή του Νίκου:
-Σπύρο, τι πράγματα είναι αυτά που κάνεις; άρχισε να φωνάζει, περισσότερο αγχωμένος παρά θυμωμένος.
    Η Χρυσάνθη του έκανε νόημα να σταματήσει, του εξήγησε την κατάσταση και αποφάσισαν να πάρουν το σκυλάκι μαζί τους και όπως αποδείχτηκε ήταν πολύ σωστή απόφαση. Ο Σπύρος έγινε άλλο παιδί, ήταν συνέχεια με το Σωτήρη, είχαν γίνει αχώριστοι, λες και τον είχε στείλει όντως η Σωτηρία. Η Άννα ζήλεψε και ζητούσε κι εκείνη ζωάκι, ευτυχώς ικανοποιήθηκε με ένα ψαράκι στη γυάλα γιατί αλλιώς το σπίτι θα κατέληγε ζωολογικός κήπος.
    Όλα έδειχναν πια ότι είχαν ηρεμήσει και η ζωή τους κυλούσε σε φυσιολογικά πλαίσια. Η Χρυσάνθη κατάφερε να φέρει την ηρεμία στην οικογένεια της και στον εαυτό της. Την ηρεμία τάραξε ένα τηλεφώνημα από το νοσοκομείο που της ανακοίνωσαν το θάνατο του Νικ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μετά από δυο μήνες από το θάνατο της μητέρας της πέθανε κι ο Νικ. Πόσο πολύ την αγάπησε, δεν άντεξε μακριά της, ας ενωθούν οι ψυχές τους αφού δεν μπόρεσαν να ενωθούν οι ζωές τους, σκέφτηκε.
    Η ζωή της δίπλα στον Νίκο ήταν ωραία, εκείνος τη φρόντιζε και της έδειχνε την αγάπη του καθημερινά, τα παιδιά την άκουγαν και τη βοηθούσαν. Μετά από μερικούς μήνες η Χρυσάνθη έμεινε έγκυος. Μόλις το έμαθε την έπιασε κρύος ιδρώτας, φοβόταν την αντίδραση του Νίκου γιατί δεν είχαν συζητήσει κάτι τέτοιο, αλλά όταν το ανακοίνωσε ο φόβος της εξαφανίστηκε. Ο Νίκος την αγκάλιασε και τη γέμισε φιλιά, έδειχνε πολύ χαρούμενος.
    Σε γενικές γραμμές είχε εύκολη εγκυμοσύνη και όταν έκλεισε τον 3ο μήνα μίλησαν στα παιδιά. Τα περίμενε χειρότερα τα πράγματα, αλλά ευτυχώς αντέδρασαν πολύ καλά, είχαν ενθουσιαστεί με την όλη κατάσταση, η δε Άννα όταν έμαθε ότι θα ήταν κορίτσι, πέταξε από τη χαρά της: «επιτέλους θα έχω κάποια στο σπίτι που θα κάνει ότι της λέω».
-Ναι, αρκεί να της λες τα σωστά πράγματα, είπε ο μπαμπάς της.
    Ευτυχώς η κυρία Ντίνα βοηθούσε πολύ τη Χρυσάνθη κι εκείνη την ένοιωθε σα τη μητέρα της, αγόρασαν μαζί τα μωρουδιακά και ετοίμασαν το δωμάτιο της μικρής. Η κυρία Ντίνα αγαπούσε πολύ τα παιδιά  και ζήτησε από τη Χρυσάνθη να βαφτίσει το μωρό και εκείνη δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.
    Όλα ήταν έτοιμα για το νέο μέλος της οικογένειας…………          
 


    Μια Κυριακή πρωί, η Χρυσάνθη ξύπνησε μούσκεμα. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν ιδρώτας αλλά αμέσως διαπίστωσε πως είχαν σπάσει τα νερά της. Ήταν λίγο νωρίς βέβαια αφού μόλις είχε μπει στο μήνα της αλλά τελικά πήγαν όλα καλά, γέννησε φυσιολογικά ένα κοριτσάκι 4.200 κιλά, ολόκληρο παιδί.
    Με το που γέννησε, το πρώτο πράγμα που ρώτησε ήταν το παιδί ήταν εντάξει, αφού είχε το φόβο, μήπως γεννήσει ένα παιδί με ειδικές ανάγκες λόγω κληρονομικότητας από τη μητέρα της, που γέννησε τη Μυρτώ. Μόλις την είδε και την πήρε αγκαλιά, είδε πόσο ζωηρή ήταν και ησύχασε, ο γιατρός τη διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και όλα είναι φυσιολογικά. Τα μάτια της μικρής της θύμιζαν την αδερφή της, γι' αυτό της έδωσε και το όνομα της και ήταν σίγουρη πως έτσι έκανε χαρούμενη και τη μητέρα της. Το συζήτησε βέβαια και με τους υπόλοιπους και ο Νίκος της είπε δεν τον ενοχλεί κανένα όνομα και αν ήθελε μπορούσε να βάλει και της μητέρας της και τότε πετάχτηκε ο Σπύρος λέγοντας:" Η γιαγιά Σωτηρία το άκουσε το όνομα της καλέ μπαμπά από το Σωτήρη το σκύλο, το ξέχασες;" Όλοι έβαλαν τα γέλια. Η κυρία Ντίνα πάλι ενθουσιάστηκε πάρα πολύ, γιατί Μυρτώ έλεγαν τη μητέρα της, δεν έτυχε να το συζητήσουν ποτέ και όταν το άκουσε, βούρκωσε και έκλαψε από τη χαρά της. Τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο, με κάτι ενώνονται οι οικογένειες μεταξύ τους κι ας μην το βλέπουμε στην αρχή, σκέφτηκε η Χρυσάνθη.
    Επέστρεψαν στο σπίτι η μητέρα και το μωρό και η καθημερινότητα άρχισε να γίνεται βασανιστική για τη Χρυσάνθη καθώς η μικρή αποδείχτηκε "μπελάς" Ανά δυο ώρες, έκλαιγε ουρλιάζοντας, έκανε συνέχεια εμετούς και δεν τους άφηνε σε ησυχία. Δυστυχώς η Χρυσάνθη δε γλίτωσε την επιλόχεια κατάθλιψη, ήταν συνέχεια νευρική με όλους και κάθε τρεις και λίγο την έπιαναν τα κλάματα. Άρχισε να αδιαφορεί για όλους, ακόμη και για το μωρό το ίδιο, πήγε και η κυρία Ντίνα να βοηθήσει αλλά η Χρυσάνθη είχε κλειστεί στον εαυτό της. Ο Νίκος δεν την αναγνώριζε. "Τι έπαθε, δεν θ' αντέξω άλλη σχιζοφρένεια Θεέ μου", σκεφτόταν.
    Μια μέρα δεν άντεξε και της μίλησε:
-Αγάπη μου αν δεν είσαι καλά, θέλεις να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό, σ΄ έναν συνάδελφο σου;
-Τι λες; Ακούς αυτά που λες;
-Αγάπη μου σε παρακαλώ, σύνελθε, δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι.
    Δεν του μίλησε, του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα και έφυγε, περπατούσε στο δρόμο σα χαμένη, περίπου 1 ώρα και χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει στα νεκροταφεία, λες και κάποιο χέρι την είχε οδηγήσει εκεί. Πήγε στον τάφο της μητέρας της, έκλαψε, έκλαψε και μετά από ώρα σταμάτησε. Άκουσε τη φωνή της στ' αυτιά της να της λέει: "Σήκω κορίτσι μου και πήγαινε στην οικογένεια σου και στη μικρή Μυρτώ σου που σε χρειάζεται, εσύ είσαι σκληρό καρύδι, δεν είναι τίποτα αυτό θα περάσει, απλά σου ήρθαν όλα μαζί. Βασίσου στη κυρία Ντίνα, είναι καλός άνθρωπος και σ' αγαπάει. Μη στεναχωρείς άλλο το Νίκο σου που σ' αγαπάει, έχει περάσει τόσα πολλά κι αυτός και τα παιδιά του, κάνε πράγματα που σε ηρεμούν και μείνε δίπλα στην οικογένεια σου. Άντε κόρη μου, για να ησυχάσω κι εγώ και αν νευριάζεις να ξεσπάς στο Σωτήρη, εκείνος είναι εκπαιδευμένος να αντέχει." Λες να έστειλε το σκύλο η μάνα μου; σκέφτηκε και από τα κλάματα το γύρισε στα γέλια. Η κυρία Σωτηρία το έκανε πάλι το θαύμα της αν και πεθαμένη, από εκείνη τη μέρα η Χρυσάνθη έκανε στροφή 180 μοιρών στη συμπεριφορά της, πρώτα απ' όλα ζήτησε συγνώμη από το Νίκο και τα παιδιά και άρχισε να ασχολείται με τον εαυτό της και να βλέπει πάλι ερωτικά τον άντρα  της.
    Η μικρή όσο μεγάλωνε ήταν σκέτη απόλαυση, όλοι ασχολούνταν μαζί της κι εκείνη το εκμεταλλευόταν, έμοιαζε όλο και περισσότερο στο μπαμπά της και όταν του το έλεγαν, κορδωνόταν και καμάρωνε. Η Μυρτούλα του είχε τρελή αδυναμία, ευτυχώς δεν ζήλευαν η Άννα και ο Σπύρος, ίσως επειδή είχαν αρκετή διαφορά, εκείνος που ζήλευε πολύ ήταν ο Σωτήρης, γιατί όλοι ασχολούνταν με το μωρό και εκείνον τον ξεχνούσαν, ακόμα κι ο Σπύρος, ο Σωτήρης όμως έκανε υπομονή και περίμενε, ίδιος η Σωτηρία.
    Τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν, ο Σπύρος πήγαινε πλέον στο Λύκειο και η Άννα στο Γυμνάσιο, με τη βοήθεια της Χρυσάνθης είχαν γίνει πολύ καλοί μαθητές. Η Μυρτώ μόλις τέλειωσε το νηπιαγωγείο, με την Άννα είχαν γίνει αχώριστες σαν αδελφές και οι δυο κούκλες -  έμοιαζαν το μπαμπά τους. Ο Σπύρος σωστό παλικάρι, αλλά δεν έμοιαζε καθόλου στο Νίκο, ήταν ίδιος η μαμά του. Η συμπεριφορά του όλα αυτά τα χρόνια ήταν καλή, η σχέση του με την Χρυσάνθη γινόταν όλο και καλύτερη, με εκείνη όμως που τα πήγαινε πιο καλά ήταν η κυρία Ντίνα, έτσι κι αλλιώς αυτή γνώρισε για μητέρα του και το θετικό ήταν ότι τη συμβουλευόταν για ότι τον απασχολούσε. Αν καμιά φορά νευρίαζε, το βλέμμα του αγρίευε και ο Νίκος τον είχε από κοντά, γιατί πάντα φοβόταν να μην εκδηλώσει σχιζοφρένεια. 


    Η Χρυσάνθη, όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο καλή στη δουλειά της και είχε ειδικευθεί στα σχιζοφρενή άτομα. Είχε κάνει τη διατριβή της σ' αυτό το θέμα γιατί ήταν κάτι που την αφορούσε προσωπικά, βοήθησε πολλά άτομα που βρισκόταν σ' αυτή την κατάσταση και πρώτο και καλύτερο το Σπύρο. Απέδειξε πως με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορούν να γίνουν θαύματα.
    Ο Νίκος τη θαύμαζε και ήταν περήφανος γι' αυτήν, πάνω στον ενθουσιασμό του όμως έκανε τη βλακεία και της είπε:
-Χρυσάνθη μου είσαι αστέρι, αν ζούσε η Μαρίνα μπορεί και να την έκανες καλά.
-Σου λείπει;
-Όχι αγάπη μου δεν εννοούσα αυτό, δαγκώθηκε ο Νίκος.
-Άστο Νίκο κατάλαβα, ήταν η πρώτη σου αγάπη και ας ήταν αυτή που ήταν, ομολογώ πάντως πως με πληγώνει λίγο ή αν το θέσω πιο σωστά, ζηλεύω λίγο.
-Όχι αγάπη μου, σε λατρεύω.
-Καλά, καλά μη μου δικαιολογείσαι.
-Σ' αγαπώ.
-Κι εγώ.
    Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα κατακόκκινος ο Σπύρος. Ο Νίκος και η Χρυσάνθη, τον ρώτησαν τρομαγμένοι τι έγινε, δυστυχώς απάντηση δεν πήραν γιατί ο Σπύρος έτρεξε κατευθείαν στο δωμάτιο του, κλείνοντας με δύναμη τη πόρτα. Ο Νίκος σηκώθηκε να πάει να του ζητήσει το λόγο, αλλά η Χρυσάνθη τον σταμάτησε.
-Άστο αγάπη μου, θα το χειριστώ εγώ σε λίγο, ας ηρεμήσει πρώτα...
    Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και τους διέκοψε το χτύπημα του τηλεφώνου, ευτυχώς το σήκωσε η Χρυσάνθη.
-Λέγετε παρακαλώ;
-Είστε η μητέρα του Σπύρου;
-Ναι ποιός είναι;
-Άκου να σου πω κυρά μου, μάζεψε το τσογλάνι σου, γιατί αν ξαναπλώσει χέρι στη κόρη μου, θα τον κλείσω μέσα.
-Σας παρακαλώ κύριε τι συμπεριφορά είναι αυτή;
Απάντηση δεν πήρε, της είχε κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα,
-Τι συμβαίνει Χρυσάνθη; ρώτησε ο Νίκος.
-Έγινε μάλλον κάποιο συμβάν ανάμεσα στη κόρη του κυρίου που τηλεφώνησε και του Σπύρο, απάντησε η Χρυσάνθη, αποφεύγοντας να μπει σε λεπτομέρειες για να μην τον νευριάσει. Σε παρακαλώ αγάπη μου, άσε να το χειριστώ εγώ το θέμα.
-Για να το λες εσύ αυτό, κάτι σοβαρό έχει γίνει.
-Σε παρακαλώ άφησε μας μόνους και πήγαινε να φέρεις τα κορίτσια από την κυρία Ντίνα και επιβάλλεται να αργήσεις.
    Ευτυχώς υπάκουσε. Η Χρυσάνθη χτύπησε την πόρτα του Σπύρου και του είπε:
-Όταν είσαι έτοιμος, έλα να μου μιλήσεις, μόνη μου είμαι.
    Η πόρτα άνοιξε αμέσως και εμφανίστηκε ένας Σπύρος με δάκρυα στα μάτια.
-Πες μου Σπύρο.
-Χρυσάνθη δεν το ήθελα, δεν ξέρω τι με πιάνει, είναι κάτι που έρχεται από μέσα μου.
-Καταλαβαίνω.
-Τι καταλαβαίνεις, αν δεν με είχαν σταματήσει, θα την είχα σαπίσει στο ξύλο.
-Λοιπόν Σπύρο μου, πρέπει να μάθεις μερικά σημαντικά πράγματα  για τη συμπεριφορά σου.
-Τι εννοείς;
-Κάθισε σε παρακαλώ.
    Άρχισε να του διηγείται όσα συνέβησαν με τη μητέρα του και τα συμπτώματα που παρουσίασε κι αυτός σε μικρότερη ηλικία.
-Θες να πεις πως η μαμά μου κι εγώ είμαστε τρελοί;
-Όχι Σπύρο τρελοί, σχιζοφρενή άτομα.
-Και τι φταίω εγώ που με γέννησε μια τέτοια μάνα;
-Δε λέω ότι φταις, απλά πρέπει να μάθεις να ελέγχεις  τα νεύρα σου σε τέτοιες καταστάσεις.
-Τι φταίω εγώ που με γέννησε μια τρελή ε; φώναξε ο Σπύρος και άρχισε να τη σπρώχνει και να τη κλωτσά. Η Χρυσάνθη δεν το περίμενε και σε δευτερόλεπτα βρέθηκε πεσμένη στο πάτωμα βάζοντας τα χέρια μπροστά για να προστατευτεί. Σηκώθηκε γρήγορα κι έτρεξε στο δωμάτιο που ήταν η αποθήκη, εκείνος την ακολούθησε, μπαίνοντας μέσα ο Σπύρος, η Χρυσάνθη έτρεξε γρήγορα έξω και τον κλείδωσε μέσα, εκείνος άρχισε να κλωτσάει τη πόρτα χωρίς να μιλά. Η Χρυσάνθη κατάλαβε ότι περνούσε μια μεγάλη κρίση σχιζοφρένειας και καλώς είχε πράξει να τον βάλει σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα γιατί πολλές φορές αυτά τα άτομα οδηγούνται σε τάσεις αυτοκτονίας. Κάποια στιγμή σταμάτησε και η Χρυσάνθη πήγε απ' έξω και του είπε:
-Σπύρο είσαι καλά;
    Απάντηση δεν πήρε αλλά άκουσε το κλάμα του.
-Καταρχήν είναι η μητέρα σου και δεν σου επιτρέπω να την αποκαλείς τρελή, ούτε κι αυτή έφταιγε που ήταν έτσι, ήταν κληρονομικό.
-Κι εγώ τι θα κάνω τώρα μου λες; την ρώτησε.
-Ηρέμησε αγόρι μου, είναι δουλειά μου και ξέρω πως να σε βοηθήσω, έχω βοηθήσει πολλά τέτοια άτομα με αυτό το πρόβλημα. Για πες μου όμως  με την κοπέλα είστε φίλοι;
-Ήμασταν, δεν είμαστε πλέον.
-Ίσως αν της εξηγήσεις, να καταλάβει.
Άνοιξε απότομα την πόρτα, ο Σπύρος φωνάζοντας:
-Είσαι σοβαρή; Τι να της πω, ξέρεις σε χτύπησα γιατί έχω σχιζοφρένεια;
-Όχι ακριβώς να της πεις ότι είσαι ιδιόρυθμος χαρακτήρας. Νοιώθεις κάτι γι' αυτήν;
-Δεν ξέρω, τραγουδάμε μαζί στο συγκρότημα του σχολείου.
-Αλήθεια; Να λοιπόν που πήρες και κάτι καλό από τη μητέρα σου, τη φωνή της.
-Γιατί ήταν τραγουδίστρια;
-Όχι ακριβώς, αλλά απ' ότι μου είπε ο πατέρας σου, είχε υπέροχη φωνή.
-Έχεις δει πολλούς τρελούς να τραγουδάνε;
-Σπύρο φτάνει, σου απαγορεύω να αποκαλείς τρελούς τους σχιζοφρενείς. Μπορείς να εκτονώνεις τα νεύρα σου μέσα από το τραγούδι, γιατί δε δοκιμάζεις;
-Τι εννοείς;
-Μπες στο δωμάτιο σου ξάπλωσε στο κρεβάτι σου χαλαρός και άρχισε να τραγουδάς δυνατά τ' αγαπημένα σου τραγούδια.
Την κοίταξε γεμάτος απορία.
-Λες να πιάσει;
-Ακόμη εδώ είσαι;
    Μπήκε στο δωμάτιο του και έκανε ακριβώς ότι του είπε, άρχισε να τραγουδά. Ακούγοντας τον η Χρυσάνθη ανατρίχιασε, είχε πραγματικά βελούδινη φωνή. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν ο Νίκος και τα κορίτσια και η Χρυσάνθη τους έκανε νόημα  να κάνουν ησυχία. Ο Νίκος ακούγοντας το γιο του να τραγουδά, δάκρυσε και σκέφτηκε: "Θεέ μου πόσο πολύ της μοιάζει".


    Ο Νίκος πρώτη φορά άκουσε το γιο του να τραγουδάει και δεν πίστευε στα αυτιά του. Εκτός από συγκινημένος, ένοιωσε και περήφανος. Είδε τη Χρυσάνθη που γέλασε με το ύφος του και της είπε:
-Χρυσάνθη ήξερες εσύ ότι τραγουδούσε τόσο ωραία;
-Ναι, τον είχα ακούσει κάνα  δυο φορές όταν ήταν πιο μικρός και είχα εντυπωσιαστεί.
-Ξέρεις νομίζω ότι σ' αυτό έμοιασε τη μητέρα του, όπως βλέπεις πήρε ένα καλό και ένα κακό, το θέμα είναι ποιο θα υπερισχύσει.
-Σταμάτα να σκέφτεσαι αρνητικά σε παρακαλώ.
-Τι έγινε τελικά, σου είπε;
-Ναι, τα συζητήσαμε.
-Για να σε δω, τι μελανιές και γρατζουνιές είναι αυτές;
-Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς.
-Χρυσάνθη πες την αλήθεια σε χτύπησε; τη ρώτησε και σηκώθηκε προς το δωμάτιο του Σπύρου νευριασμένος.
    Η Χρυσάνθη τον πρόλαβε και τον σταμάτησε:
-Μη, σε παρακαλώ! Θες να τα χαλάσεις όλα; Απλά έπαθε μια κρίση και ξέσπασε πάνω μου, αυτό είναι όλο.
-Δηλαδή κάθε φορά που θα τον πιάνει κρίση, θα ξεσπά πάνω σου;
-Όχι φυσικά, απλά εγώ ξέρω πως να το χειριστώ και σταμάτα τώρα σε παρακαλώ γιατί δεν θέλω να ακούνε τα κορίτσια γι' αυτά.
-Εντάξει, έχεις δίκιο, μπορώ όμως να πάω μέσα να του μιλήσω;
-Μπορείς, όμως θα μου υποσχεθείς πως θα είσαι ήρεμος και αν δε θέλει να σου ανοίξει δε θα επιμείνεις.
-Στο υπόσχομαι.
    Εκείνη την ώρα όμως βγήκε ο Σπύρος με το μπουφάν του έτοιμος για να φύγει. Ο Νίκος τον ρώτησε που πήγαινε:
-Θα βγάλω βόλτα το Σωτήρη,
-Δε νομίζεις ότι είναι λίγο αργά γι' αυτό;
-Όχι, φεύγω δε θ' αργήσω.
    Ο Νίκος είχε ένα κακό προαίσθημα και δεν μπορούσε να ησυχάσει, ούτε το φαγητό του έφαγε και όταν του μιλούσαν τα κορίτσια αυτός δεν άκουγε τι του έλεγαν, ήταν αλλού.
-Αγάπη μου τι έχεις, γιατί δεν έφαγες; ρώτησε η Χρυσάνθη όταν τελείωσαν το φαγητό.
-Δεν ξέρω ανησυχώ για το Σπύρο, νομίζω πως κάτι θα του συμβεί.
-Μη λες τέτοια, σε παρακαλώ, σε επηρέασαν τα γεγονότα.
    Χτύπησε το κινητό του Νίκου, ήταν από το νοσοκομείο.
-Ο κύριος Νίκος;
-Ο ίδιος, τι έγινε; Έπαθε κάτι ο γιος μου;
-Πρέπει να έρθετε από δω, μην ανησυχείτε.
    Ετοιμάστηκαν γρήγορα και έφυγαν, άφησαν πρώτα τα κορίτσια στη κυρία Ντίνα. Εκείνη όταν το άκουσε άρχισε να κλαίει.
-Σας παρακαλώ μη κάνετε έτσι, θα τρομάξετε και τα κορίτσια, την παρακάλεσε η Χρυσάνθη.
    Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο αντίκρισαν ένα Σπύρο γεμάτο επιδέσμους, γάζες και μελανιασμένα μάτια, τρόμαξαν να τον γνωρίσουν.
-Τι έγινε αγόρι μου;
-Δεν ξέρω κάποιοι τύποι άρχισαν ξαφνικά να με χτυπούν χωρίς λόγο, αν δεν ήταν ο Σωτήρης μπορεί και να με σκότωναν.
-Σώπασε  αγόρι μου, μη μιλάς έτσι.
-Χρυσάνθη, ο Σωτήρης καλά είναι, που τον έχουν;
-Ησύχασε αγόρι μου, έξω είναι, δεν επιτρέπεται εδώ. Μήπως είδες αυτούς που σε χτύπησαν;
-Δε θυμάμαι. Γιατί;
-Γιατί είναι  ένας αστυνομικός έξω και μας ρωτάει ποιος σ 'έκανε έτσι. Πόσοι ήταν;
-Δύο.
    Η Χρυσάνθη υποψιάστηκε ότι είχε σχέση με την κοπέλα που χτύπησε και αυτό επιβεβαιώθηκε την άλλη μέρα που πήγε στο σχολείο του Σπύρου για να τους ενημερώσει για την κατάσταση του. Μόλις μπήκε στο προαύλιο τη φώναξε μια κοπέλα γεμάτη μελανιές και γρατζουνιές.
-Συγνώμη είστε η μαμά του Σπύρου;
-Ναι εσείς ποια έιστε; Και εσάς σας χτύπησαν;
-Ο Σπύρος...
-Πως είσαι γλυκιά μου; Σου ζητώ συγνώμη εκ μέρους του.
-Καλά είμαι, ο Σπύρος πως είναι;
-Ξέρεις;
-Ναι, ο μπαμπάς μου τους έβαλε.
-Καλά, είναι δυνατόν;
-Σας ζητώ συγνώμη, δεν έφταιγα εγώ γι' αυτό, είναι πολύ οξύθυμος ο πατέρας μου. Πείτε πως είναι;
-Είναι χάλια, του έσπασαν τα πλευρά, θα συνέλθει αλλά θέλει χρόνο.
-Μπορώ να πάω να τον δω;
-Καλύτερα όχι, γιατί αν το μάθει ο πατέρας σου δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να μας συμβεί,
-Μπορείτε να του πείτε περαστικά εκ μέρους μου και πως δεν του κρατώ κακία;
-Και βέβαια θα του το πω.
Ενημέρωσε τους καθηγητές και έδωσε τα χαιρετίσματα στο Σπύρο. Κατάλαβε ότι χάρηκε γιατί αμέσως άλλαξε η διάθεση του.
Αχ! Αυτός ο έρωτας πως αλλάζει τους ανθρώπους.......


  
 Μετά από μια βδομάδα στο νοσοκομείο, ο Σπύρος επέστρεψε σπίτι υπό την φροντίδα και την επίβλεψη της Χρυσάνθης. Ο Νίκος επέμενε να μείνει λίγο ακόμη, ώστε να γίνει τελείως καλά και να μην επιβαρύνει πολύ τη Χρυσάνθη, η οποία όμως ήταν ανένδοτη, αφού ήθελε να επιστρέψει ο Σπύρος στους φυσιολογικούς του ρυθμούς το συντομότερο δυνατό. 
    Την ίδια μέρα της επιστροφής του στο σπίτι, του ετοίμασε μια έκπληξη. Κάλεσε την κοπελιά να τον επισκεφτεί, δίνοντας της ρούχα να μεταμφιεστεί, για να μην την καταλάβουν οι δικοί της. Ο Σπύρος μόλις την είδε χάρηκε τόσο πολύ που έχασε τα λόγια του
-Μα τι, τι στο καλό γίνεται, τι κάνεις εσύ εδώ;
-Γεια σου Σπύρο είσαι καλά;
-Γιατί, γιατί ντύθηκες έτσι; Τρόμαξα να σε γνωρίσω.
-Ντύθηκα έτσι για να μη σου συμβεί πάλι κανένα κακό.
    Η Χρυσάνθη τους άφησε μόνους να τα πούνε, γιατί ένα ήταν σίγουρο: ένιωθαν αγάπη ο ένας για τον άλλον. Κάποια στιγμή άκουσε τον Σπύρο να της τραγουδά ένα τραγούδι με την μελωδική του φωνή, πήγε λίγο πιο κοντά και τους είδε από τη χαραμάδα που φιλιόντουσαν. Τη συνέφερε η φωνή του Νίκου:
-Χρυσάνθη τι κάνεις εκεί, κρυφακούς;
-Σσς.., σταμάτα θα μας ακούσουν, ψιθύρισε και τον τράβηξε στην κουζίνα.
-Σε παρακαλώ, θες να μου τα χαλάσεις όλα;
-Τι εννοείς κάνεις τη προξενήτρα στο γιο μου;
-Μη λες βλακείες Νίκο, απλά θέλω να δώσω λίγη χαρά στο Σπύρο μας.
    Ο Νίκος την κοίταξε σκεφτικός και προβληματισμένος:
-Νομίζεις ότι είναι σωστό για τη κοπέλα γνωρίζοντας το πρόβλημα του Σπύρου;
-Κατά τη γνώμη μου, για κάθε πρόβλημα υπάρχει λύση.
-Αχ Χρυσάνθη, δεν γιατρεύονται όλα τα προβλήματα με έρωτα.
-Είσαι λάθος, αν έχεις μια αρμονία στη ζωή σου, αν ξέρεις να αγαπάς και ξέρεις πως και οι άλλοι σ’ αγαπούν, μαθαίνεις να ελέγχεις τον εαυτό σου και να τον συγκρατείς.
-Η ζωή όμως δεν έχει αρμονία συνέχεια και πολλές φορές ο έρωτας πληγώνει.
-Νίκο σε παρακαλώ μην είσαι αρνητικός, δε βοηθάς έτσι.
    Τους σταμάτησε το έντονο κουδούνισμα στην πόρτα. Ήταν ο πατέρας της κοπέλας, σα μανιασμένος ταύρος που μόλις είχε δει το κόκκινο πανί. Η Χρυσάνθη με το που άνοιξε, τρόμαξε βλέποντας τον, όρμησε μέσα και άρχισε να φωνάζει το όνομα της κόρης του. Τον σταμάτησε ο Νίκος, ακινητοποιώντας τα χέρια του.
-Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι;
-Άσε με τσόγλανε.
-Πρόσεχε πως μιλάς, γιατί δε θα τα πάμε καθόλου καλά, μπορώ να σε στείλω φυλακή για κακοποίηση ανηλίκου, ακούς;
-Τι εννοείς;
-Αυτό που κατάλαβες.
-Δεν πάω πουθενά αν δεν δω την κόρη μου.
    Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του δωματίου και βγήκε η κοπέλα.
-Ηρέμησε μπαμπά, ήρθα να δω πως είναι ο Σπύρος, μπορούμε να φύγουμε τώρα.
Μέσα σε δευτερόλεπτα ο Σπύρος είχε σηκωθεί και με μια ρακέτα του τένις στο χέρι, όρμησε στον πατέρα της κοπέλας, δεν μπορούσε να τον ελέγξει κανείς, τον χτυπούσε ασταμάτητα, μέχρι κάποια στιγμή σταμάτησε να αντιδρά, ο Σπύρος ήταν ένα θεριό ανήμερο, σταμάτησε όταν η Χρυσάνθη του ‘βαλε μια ένεση. Η κοπέλα έκλαιγε δίπλα στον πατέρα της, δεν ήξεραν ακόμα αν ήταν ζωντανός, ο Νίκος ειδοποίησε ασθενοφόρο και οι γείτονες ακούγοντας τη φασαρία ειδοποίησαν την αστυνομία. Ο Νίκος νόμιζε ότι ζούσε τον ίδιο εφιάλτη…………  
      Η Χρυσάνθη τον πλησίασε και τον παρακάλεσε να μη μιλήσει και να αφήσει εκείνη να χειριστεί το θέμα. Εκείνος κούνησε απλά το κεφάλι. Πήρε το Σπύρο, ο οποίος μάλλον δεν κατάλαβε τι είχε γίνει και τον έκλεισε στο δωμάτιο του. Άνοιξε την πόρτα, μόλις είχε φτάσει το ασθενοφόρο, πήρε τον πατέρα της κοπέλας, αφού διαγνώστηκε ότι ζούσε, ήθελε να πάει και η κόρη του μαζί του αλλά η αστυνομία την κράτησε εκεί να καταθέσει τι είχε συμβεί. Η κοπέλα άρχισε να διηγείται όσα είχαν συμβεί και ο αστυνόμος ρώτησε το Νίκο για επιβεβαίωση και εκείνος έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του, χωρίς να δικαιολογήσει καθόλου το γιο του.
-Λυπάμαι κύριε αλλά ο γιος σας θα πρέπει να μπει σε αναμορφωτήριο, είπε ο αστυνόμος.
Η Χρυσάνθη δεν άντεξε και επενέβη:
-Κύριε αστυνόμε, όχι το παιδί δεν είναι για αναμορφωτήριο, πάσχει από σχιζοφρένεια και υπάρχουν νόμιμα έγγραφα γι’ αυτό, εγώ είμαι η γιατρός του και τον παρακολουθώ χρόνια.
Ακούγοντας αυτά η κοπέλα ρώτησε:
-Αλήθεια λέτε;
-Ναι
-Και γιατί δεν μου είπατε τίποτα;
-Δεν ήξερα πόσο προχωρημένη ήταν η σχέση σας.
Η κοπέλα ζήτησε την άδεια του αστυνομικού και έφυγε.
    Η Χρυσάνθη στεναχωρήθηκε που αναγκάστηκε να πει αυτά για τον Σπύρο αλλά δεν θα τον άφηνε να πάει στο αναμορφωτήριο.         


 Όταν άκουσε ο αστυνόμος αυτά που του είπε η Χρυσάνθη για το Σπύρο της είπε:
- Θα πρέπει να παρουσιαστείτε μαζί του στο τμήμα να δώσετε κατάθεση όταν ηρεμήσει και ο πατέρας του μαζί.
- Είναι απαραίτητο;
-Και βέβαια κυρία μου, θα πρέπει να εξετασθεί και από δικούς μας γιατρούς. Σας αφήνω εδώ το ένταλμα, να έχετε παρουσιαστεί μέχρι το πρωί, διαφορετικά θα λάβουμε άλλα μέτρα. 
    Μόλις έφυγε ο αστυνομικός ο Νίκος δεν άντεξε κι άρχισε να κλαίει.
-Νίκο σε παρακαλώ μη κάνεις έτσι σε παρακαλώ.
-Δε βλέπεις τι γίνεται; Ο Σπύρος κινδυνεύει να πάει φυλακή, το μόνο που παρακαλάω είναι να μη πάθει τίποτα ο μπαμπάς της κοπέλας
-Μην ανησυχείς, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
-Χρυσάνθη δε σ' αναγνωρίζω, πως μιλάς έτσι;
-Γιατί ψέματα λέω;
    Άκουσαν την πόρτα του Σπύρου ν' ανοίγει και σηκώθηκαν όρθιοι. Εκείνος τους ρώτησε τι είχε γίνει.
-Δε θυμάσαι τίποτα; τον ρώτησε η Χρυσάνθη
-Όχι αλλά πονάνε τα χέρια μου.
    Η Χρυσάνθη του μίλησε για όλα όσα είχαν γίνει, αλλά ο Σπύρος το μόνο που θυμόταν ήταν που είχε έρθει η κοπέλα.
-Χρυσάνθη γιατί δε θυμάμαι τίποτα;
-Γιατί είχες πάθει κρίση και είχες βγει εκτός εαυτού. 
    Ο Σπύρος έσκυψε το κεφάλι και τη ρώτησε:
-Είδε και η Βάνα το όνομα της κοπελιάς την κρίση μου;
-Ναι, απάντησε η Χρυσάνθη, μη μπορώντας να πει ψέματα. 
    Ο Νίκος του είπε να πάει να ετοιμαστεί για να πάνε στην ασφάλεια, ο Σπύρος τον υπάκουσε και σε 5 λεπτά ήταν έτοιμος, πήγε και η Χρυσάνθη μαζί τους παίρνοντας μαζί της όλα τα ιατρικά αποδεικτικά για την κατάσταση του Σπύρου.
    Όταν έφτασαν εκεί μπήκε πρώτα μέσα ο Σπύρος μαζί με κάποιον ειδικό γιατρό της αστυνομίας και μετά φώναξαν τη Χρυσάνθη. Ύστερα από μισή ώρα συνομιλίας, τους άφησαν να φύγουν και τους είπαν πως θα έχουν πρόβλημα μόνο αν τους έκανε μήνυση ο πατέρας της Βάνας.
    Τις επόμενες μέρες ο Σπύρος δεν έβγαινε καθόλου από το δωμάτιο του, ούτε για να φάει. Η Βάνα δεν εμφανίστηκε καθόλου, ευτυχώς ο πατέρας της δεν έκανε μήνυση. Ο επόμενος μήνας ήταν ένα μαρτύριο, ο Σπύρος πάθαινε συνέχεια κρίσεις και αναγκαζόταν η Χρυσάνθη να τον κλειδώνει. Τα κορίτσια τις περισσότερες ώρες έμεναν στην κυρία Ντίνα, καλά που ήταν κι αυτή. 
    Ένα μεσημέρι ο Νίκος πήγε αποφασισμένος να βάλει το γιο του σε κλινική, γιατί όλοι ζούσαν ένα μαρτύριο και δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό, άσε που φοβόταν μήπως κάνει κακό στον εαυτό του και πεθάνει κι αυτός σαν τη γυναίκα του.
    Η Χρυσάνθη ήταν ανένδοτη, δεν  ήθελε να κλείσουν το Σπύρο σε μια κλινική, θα τον έκανε η ίδια καλά έλεγε και ξανάλεγε. Τελικά, όσο κι αν ακούγεται τρελό, τα κατάφερε, του πήρε και έναν δάσκαλο και τον διάβαζε σπίτι, έτσι δεν ξαναπήγε σχολείο. Το πιο σπουδαίο όμως ήταν που ηχογράφησε τα τραγούδια του και τα έστειλε σε εταιρείες δίσκων και έκαναν πάταγο, όλη έψαχναν αυτή την υπέροχη φωνή. Η Χρυσάνθη είχε γίνει ο μάνατζερ του και ο Νίκος είχε αναλάβει τα κορίτσια.   


 
    Τα τραγούδια του Σπύρου ακούγονταν παντού, όλοι ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά το αγόρι με την μελωδική φωνή. Η Χρυσάνθη ήξερε πως αυτό δεν γινόταν, γιατί ο Σπύρος στο πολύ κόσμο αντιδρούσε άσχημα και τον έπιανε μια τρέλα.
    Ένα πρωί χτύπησε το κουδούνι τους ένας μουσικός παραγωγός και ήθελε να γνωρίσει το Σπύρο, η Χρυσάνθη τον έδιωξε με την δικαιολογία πως έλειπε. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια κι αυτό επαναλαμβανόταν όλη τη βδομάδα. Τότε ο Νίκος τη ρώτησε:
- Τι κάνουμε τώρα Χρυσάνθη;
- Δεν ξέρω κάτι θα σκεφτώ.
    Ο Σπύρος βγήκε από το δωμάτιο του κλαμένος.
- Τί έπαθες αγόρι μου; ρώτησε η Χρυσάνθη.
Τους έδωσε ένα περιοδικό που έγραφε γι' αυτόν.
- Που το βρήκες αυτό;
- Το είχε η Άννα κάτω από το μαξιλάρι της, το διάβασα και λέει  πως είμαι ψωνισμένος και ότι έχω καβαλήσει το καλάμι.
- Μη στεναχωριέσαι αγόρι μου, αυτά τα γράφουν γιατί ζηλεύουν τη φωνή σου.
- Και τι θα γίνει Χρυσάνθη ως πότε θα κρύβομαι, δεν μπορώ πλέον ούτε για περπάτημα να πάω, δεν αντέχω άλλο, θα φύγω.
- Όχι, που θα πας;
- Σε ένα άλλο μέρος, που να μη με γνωρίζει κανείς.
- Γιατί, δε μας αγαπάς;
- Επειδή σας αγαπάω το λέω Χρυσάνθη.
- Και πότε θα σε βλέπουμε, δεν ξέρω αν αντέχω να μη σε βλέπω. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της.
- Θα ακούς  τα τραγούδια μου και θα είναι σα να με βλέπεις. Τι λες κι εσύ μπαμπά;
- Ναι αγόρι μου, νομίζω πως αυτό είναι το σωστό για όλους, όσο κι αν πονάει. 
    Τον αγκάλιασε τόσο σφιχτά που νόμιζες πως θα τον σπάσει.
- Πάρε τηλέφωνο σε εκείνη την κλινική στο Λονδίνο και κανόνισε το, είπε ο Σπύρος πριν γυρίσει στο δωμάτιο του.
    Η Χρυσάνθη άρχισε να κλαίει με φωνή και να φωνάζει. 
- Ηρέμησε αγάπη μου, αφού το βλέπεις κι εσύ δεν γίνεται διαφορετικά είναι για το καλό του.
- Μα έκανα τόσο αγώνα.
- Το ξέρω και είναι εμφανή τα αποτελέσματα αλλά για να μην έχουμε άσχημες επιπτώσεις πρέπει να γίνει έτσι.
- Υπό έναν όρο: αν δεν είναι απαραίτητο να μη τον χορηγούν φάρμακα.
- Μην ανησυχείς θα ζητήσω να ακολουθούν τις οδηγίες σου. Θα τον πάω εγώ αν δεν έχεις αντίρρηση.
- Εντάξει. Όμως θα τον επισκεπτόμαστε συχνά και δε θα σταματήσει το τραγούδι.
- Ναι αγάπη μου, αν εσύ θέλεις μια φορά το καλό του, εγώ θέλω δέκα.  
    Η επόμενη εβδομάδα ήταν μαρτύριο για όλους, η Χρυσάνθη ετοίμαζε τη βαλίτσα του Σπύρου χωρίς να μιλά, τα κορίτσια ήταν στεναχωρημένα και δεν ήθελαν ούτε στο σχολείο να πάνε, η δε Άννα ήταν συνέχεια δακρυσμένη και κοιμόταν με τον αδερφό της τα βράδια, βάζοντας τον να της τραγουδά. Η Μυρτώ κλεινόταν στο δωμάτιο και έκλαιγε κρυφά, όταν το κατάλαβε η Χρυσάνθη πήγε και της μίλησε:
- Μη στεναχωριέσαι κοριτσάκι μου, κι εμένα μου κακοφαίνεται αλλά είναι για το καλό του και μ' αυτόν τον τρόπο τον βοηθάμε, θέλω να σταματήσεις τα κλάματα και να τον  αποχαιρετήσουμε με χαμόγελο και αισιοδοξία, μου το υπόσχεσαι;
- Ναι μαμά, θα γίνει όπως θέλεις.
    Η μέρα του αποχωρισμού έφτασε και όλοι μαζί αποχαιρέτησαν με αγκαλιές, φιλιά και χαμόγελα το Σπύρο, ο οποίος ήταν ανέκφραστος και αμίλητος, μόνο όταν έμεινε μόνος με το μπαμπά του είπε με βραχνή φωνή: "θα μου λείψουν και πιο πολύ η Χρυσάνθη". Όταν την αποχαιρέτησε της έδωσε ένα φάκελο και της ζήτησε να το ανοίξει αφού φύγει. Έτσι κι έκανε, άνοιξε το φάκελο και μέσα βρήκε ένα cd που είχε  γράψει ο Σπύρος για κείνη, της αφιέρωνε ένα τραγούδι.......


    Ένας χρόνος πέρασε από την ημέρα που έφυγε ο Σπύρος. Η Χρυσάνθη στην αρχή ένοιωσε πολύ άσχημα, έτσι ακριβώς όπως είχε νοιώσει όταν έχασε την αδερφή της: ένα απέραντο κενό. Δεν πίστευε ποτέ ότι θα ένοιωθε έτσι για ένα παιδί που δεν ήταν δικό της. Άρχισε να αισθάνεται πολύ καλύτερα όταν της τηλεφώνησε ο Σπύρος: «θα ήθελα να μιλήσω με την κυρία ασχημούλα παρακαλώ, είναι εύκολο;».
    Ακούγοντας αυτή τη φράση, η Χρυσάνθη κατάλαβε αμέσως ότι ήταν ο Σπύρος και έβαλαν τα γέλια κι οι δυο. Χάρηκε που τον άκουσε τόσο καλά και ηρέμησε. 
    Ο Νίκος άρχισε να απολαμβάνει επιτέλους τη γυναίκα του και τα κορίτσια του με ηρεμία και ξενοιασιά. Η Χρυσάνθη του αφιέρωνε όσο χρόνο χρειαζόταν, αν και πολλές φορές συμπεριφερόταν σα μικρό παιδί. Τα κορίτσια δεν την κούραζαν καθόλου, η Μυρτώ ήταν πανέξυπνη και άριστη στο σχολείο και η Άννα παρ όλου που έζησε άσχημες καταστάσεις στην παιδική της ηλικία, είχε γίνει μια πανέμορφη δεσποινίδα, καλή μαθήτρια και πολύ καλή ζωγράφος. Είχε ζωγραφίσει έναν πίνακα με το Νίκο και τη Χρυσάνθη αγκαλιασμένους με αφιέρωση: «στους γονείς μου με αγάπη». 
    Η Χρυσάνθη ένοιωθε περήφανη που η Άννα την έβλεπε σαν τη πραγματική της μητέρα, αυτό σήμαινε για εκείνη πως ήταν σωστή η επιλογή της να παντρευτεί τον Νίκο, όσα εμπόδια κι αν αντιμετώπισε.
    Κόντευαν τα Χριστούγεννα και η Χρυσάνθη άρχισε τα στολίσματα, ο Νίκος έφερε ένα βράδυ ένα όμορφο δέντρο και το στόλισαν όλοι μαζί και όταν έβαλαν και τα λαμπάκια τους είπε:
-Λοιπόν ,πριν ανάψουμε τα λαμπάκια σας έχω δυο εκπλήξεις.
-Τι είναι, τι είναι μπαμπά; φώναζαν τα κορίτσια γύρω του
-Τι θα γίνει Νίκο θα μας πεις επιτέλους; ρώτησε ανυπόμονη και η Χρυσάνθη.
    Ο Νίκος πήγε στο cd player και έβαλε ένα cd να παίζει, ήταν το καινούργιο χριστουγεννιάτικο αγγλικό τραγούδι του Σπύρου. Ακούγοντας το. δάκρυα χαράς ήρθαν στα μάτια τους, τα οποία μετατράπηκαν σε φωνές και γέλια ακούγοντας τη δεύτερη έκπληξη του Νίκου:
-Τι έχω εδώ για τα κορίτσια μου; Τέσσερα εισιτήρια για Λονδίνο, θα κάνουμε Πρωτοχρονιά με το Σπύρο μας, αρχίστε να ετοιμάζεστε.
    Τα κορίτσια κόντεψαν να γκρεμίσουν το σπίτι από τη χαρά τους και έτρεξαν να βγάλουν βαλίτσες και να αρχίσουν να ετοιμάζονται.
    Η Χρυσάνθη πλησίασε το Νίκο τον αγκάλιασε και του είπε:
-Αγάπη μου δεν έχω λόγια, για ένα πράγμα είμαι σίγουρη, ότι είμαι πολύ τυχερή που σε παντρεύτηκα και βέβαιη πως μ’ αγαπάς. Φιλήθηκαν με πάθος τόσο ερωτικό, λες και είχαν σκορπιστεί παντού μαγικές καρδούλες.
    Στο Λονδίνο έζησαν υπέροχες οικογενειακές στιγμές γεμάτες αγάπη. Αυτό το καθιέρωσαν και κάθε χρόνο γιόρταζαν τη Πρωτοχρονιά μαζί με το Σπύρο.
    Ο πληγωμένος έρωτας περνάει πάντα με μια δυνατή αγάπη……………
          ΤΕΛΟΣ                     
                                                                                                                 
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΣΙΑΚΙΡΗ