Όταν ο έρωτας πληγώνει (Εισαγωγή & κεφ. 1)

Όταν ο έρωτας πληγώνει (Εισαγωγή & κεφ. 1)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Βράδυ ήτανε, περασμένες δώδεκα όταν πετάχτηκα από το κρεβάτι μου τρομαγμένη. Οι φωνές από το απέναντι διαμέρισμα ήταν τόσο δυνατές που νόμιζες ότι θα ραγίσουν οι τοίχοι. Όλη η πολυκατοικία ήταν στο πόδι. Κάποια στιγμή ακούστηκαν ουρλιαχτά και μετά κλάματα και διάφορα αντικείμενα να σπάνε. Μετά από λίγο ακούστηκε η σειρήνα της αστυνομίας, κάποιος θα την ειδοποίησε φαίνεται .
- Ανοίξτε, φώναξε ένας αστυνομικός αλλά ξαφνικά επικράτησε νεκρική σιγή.

Τότε η αστυνομία άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος και το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν σοκαριστικό( μια γυναίκα ξαπλωμένη στο πάτωμα μες τα αίματα, ένας άντρας δίπλα της σα χαμένος με τα χέρια τυλιγμένα γύρω  της και ένα κοριτσάκι γύρω στα πέντε καθισμένο σε μια γωνιά του καναπέ. Είχαν μια βδομάδα περίπου που εγκαταστάθηκαν σ' αυτό το διαμέρισμα. Δεν είχαν ακουστεί βέβαια καθόλου όλη τη βδομάδα, ούτε καν το παιδί.

Η γυναίκα διαπιστώθηκε ότι ήταν νεκρή, ο άντρας δε μιλούσε και το βλέμμα του ήταν χαμένο.Το ίδιο και η μικρή. Μόλις μάζεψαν οι αστυνομικοί το πτώμα, έβαλαν χειροπέδες στον άντρα και προσπάθησαν να πάρουν και τη μικρή. Αλλά η μικρή τους κλωτσούσε και ούρλιαζε, δεν μπορούσαν να την ελέγξουν, ώσπου κάποια στιγμή τους ξέφυγε και ήρθε στην αγκαλιά μου, μ'έσφιξε τόσο πολύ,νόμιζες θα μ΄έπνιγε.

Μετά από αρκετή ώρα, αφού δεν έφευγε από πάνω μου, είπα στους αστυνομικούς να την κρατήσω εγώ προς το παρόν, εξηγώντας τους ότι δε τους γνωρίζω και δεν έχω καμμιά σχέση μαζί τους.

-Δεν μπορώ να καταλάβω την αντίδραση της μικρής απέναντι μου, γιατί δε τους γνωρίζω.Είμαι ψυχολόγος ξέρετε και νομίζω ότι η αντίδραση της μικρής οφείλεται σε σοκ και φόβο ταυτόχρονα.

Αφού μου έδωσαν και συμπλήρωσα κάτι χαρτιά με τα στοιχεία μου, μου επέτρεψαν να κρατήσω τη μικρή.Έτσι έμεινα με ένα κοριτσάκι που έμοιαζε με φάντασμα.

ΚΕΦ. 1

 ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ..................

       ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΑΙ ΜΥΡΤΩ

    Σ'ένα χωριό της Καρδίτσας είχε γεννηθεί ένα κορίτσι με κατάξανθα μαλλιά, η Χρυσάνθη,το δεύτερο παιδί της οικογένειας Καλούδη.
    Τρία χρόνια όμως πριν τη Χρυσάνθη, είχε γεννηθεί η Μυρτώ, η οποία γεννήθηκε με πολλά προβλήματα στην ομιλία και στη βάδιση και ήταν ένα αυτιστικό παιδί.Για τρία χρόνια η κυρία Σωτηρία,η μητέρα της Μυρτώς και της Χρυσάνθης έδινε μεγάλο αγώνα για να τη φροντίσει.Την είχε στα ώπα-ώπα,τίποτα δε της έλειπε,κάθε μέρα την πήγαινε στο πάρκο με τ'άλλα παιδιά για να μη νοιώθει μοναξιά.Βέβαια δεν έλειπαν και τα κακά σχόλια του κόσμου,αλλά δεν την ένοιαζε: αυτή ήθελε το κοριτσάκι της να ζήσει σαν όλα τα φυσιολογικά παιδιά.Την έντυνε με τα καλύτερα ρούχα και τη χτένιζε σα κούκλα.Εκείνο που στεναχωρούσε την Σωτηρία ήταν ο Κυριάκος, ο άντρας της,ο οποίος δε το χωρούσε το μυαλό του,πως η Σωτηρία γέννησε ένα άρρωστο παιδί. Έτσι το αποκαλούσε συνεχώς και το είχε πάρει πολύ στραβά ενώ όλο έφευγε από το σπίτι για να μη το βλέπει.
    Η καημένη η Σωτηρία κάθε μέρα έκλαιγε,την πονούσε πολύ η συμπεριφορά του άντρα της αλλά δεν άφηνε τη Μυρτώ να καταλάβει τίποτα.Της μιλούσε συνέχεια για τον μπαμπά της και αυτό είχε ανταπόκριση στη Μυρτώ αφού η πρώτη λέξη που βγήκε από το στόμα της ήταν"μπαμπά". Παρόλ'αυτά ο Κυριάκος δε συγκινήθηκε, γι'αυτόν ήταν λες και δε γεννήθηκε ποτέ αυτό το παιδί.Κάθε βράδυ γυρνούσε σπίτι τα ξημερώματα πιωμένος.Η Σωτηρία προσποιόταν πως κοιμόταν γιατί δεν ήθελε να τον εκνευρίσει περισσότερο, θ'άρχιζε τις φωνές και θα ξυπνούσε τη Μυρτώ της.
    Ένα βράδυ όμως δε μπόρεσε να τον αποφύγει και αυτός είχε έρθει με άγριες διαθέσεις.Άρχισε να την τραβάει απ'το κρεβάτι και να φωνάζει:
-Σήκω Σωτηρία,σήκω σου λέω,ξέρω ότι δε κοιμάσαι δεν είμαι βλάκας άκουσες; 

-Ηρέμησε,Κυριάκο μου,θα ξυπνήσεις το μωρό μη φωνάζεις σε παρακαλώ, προσπαθούσε εκείνη να τον καθησυχάσει.
-Σωτηρία πάψε σου λέω και γδύσου τώρα.
-Μα,μα τι λες;
-Ξέρω πολύ καλά τι λέω,τώρα αμέσως θα κάνουμε έρωτα και θα μου κάνεις ένα φυσιολογικό παιδί,κατάλαβες;
    Εκείνη την ώρα ακούστηκαν τα κλάματα της Μυρτώς αλλά ο Κυριάκος έβαλε κάτω τη Σωτηρία κάνοντας της έρωτα με τη βία.Όταν τέλειωσε, έπεσε δίπλα της ξερός και άρχισε να ροχαλίζει.Η Σωτηρία σηκώθηκε και με δάκρυα στα μάτια έτρεξε στη Μυρτώ της,την αγκάλιασε και κοιμήθηκε μαζί της.Ο Κυριάκος είχε πετύχει το σκοπό του: η Σωτηρία ύστερα από εννέα μήνες γέννησε τη Χρυσάνθη,ένα υγιέστατο κοριτσάκι με κατάξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια. Ακόμη και ο Κυριάκος άλλαξε, είχε γίνει άλλος άνθρωπος, έλεγε "Χρυσάνθη" και το στόμα του έσταζε μέλι ενώ η Μυρτώ εξακολουθούσε γι' αυτόν να είναι αόρατη.
    Η Σωτηρία όμως έμαθε στη Χρυσάνθη ότι η αδερφή της ήταν ότι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο. Όσο μεγάλωνε της εξηγούσε για τα προβλήματα της αδερφής της και η Χρυσάνθη είχε μάθει να τη φροντίζει και να περνάει ατέλειωτες ώρες μαζί της. Μυρτώ και Χρυσάνθη είχαν γίνει αχώριστες. Ο Κυριάκος βλέποντας τη Χρυσάνθη να είναι συνέχεια με τη Μυρτώ άρχισε να κατηγορεί τη γυναίκα του και της έλεγε πώς έπρεπε να κλείσουν τη Μυρτώ σε κάποιο ίδρυμα.
"Ούτε πάνω από το πτώμα μου", είχε δηλώσει η Σωτηρία.

-Τότε να χωρίσουμε και εγώ να πάρω τη Χρυσάνθη και εσύ τη Μυρτώ.
- Μου φαίνεται έχεις τρελαθεί πάλι Κυριάκο, του είπε η Σωτηρία.
    Η Χρυσάνθη τους είχε ακούσει και την άλλη μέρα μπήκε κρυφά στο γραφείο του πατέρα της για να τον ρωτήσει:
- Μπαμπά γιατί δεν αγαπάς τη Μυρτώ μας όπως εμένα;

-Χρυσάνθη μη χώνεις τη μύτη σου παντού.
-Όχι μπαμπά, αν δε μου πεις το λόγο, θα πάψω και εγώ να σ’ αγαπώ.
-Χρυσάνθη σύνελθε, τι είναι αυτά που λες;
-Γιατί θέλεις να τη στείλεις σε ίδρυμα, δεν καταλαβαίνω;
- Εσύ είπα να κοιτάς τη δουλειά σου. Πρέπει να μπει σε ίδρυμα για να τη δουν ψυχολόγοι.
- Δε χρειάζεται, θα γίνω εγώ ψυχολόγος και θα κάνω εντελώς καλά τη Μυρτώ μας.
- Πάψε πια Χρυσάνθη και μη λες ανοησίες.
- Δε λέω καθόλου ανοησίες, νομίζω πως εσύ χρειάζεσαι ψυχολόγους και όχι η Μυρτώ.
    Εκείνη τη στιγμή ο Κυριάκος άστραψε ένα δυνατό χαστούκι  στη Χρυσάνθη. Η Μυρτώ που κρυφοκοιτούσε τόση ώρα έξω από την πόρτα, όρμησε μέσα με το αναπηρικό καροτσάκι της και έσπρωξε με όλη της τη δύναμη τον Κυριάκο. Εκείνος αιφνιδιάστηκε και χτύπησε στη γωνία του γραφείου το κεφάλι του. Το χτύπημα αυτό ήταν θανάσιμο, η Σωτηρία κι η Χρυσάνθη δε πίστευαν στα μάτια τους, κοίταζαν μια τον Κυριάκο και μια τη Μυρτώ, τα είχαν χαμένα.
    Όταν διαπιστώθηκε ο θάνατος, εξήγησαν στην αστυνομία ότι γλίστρησε και χτύπησε. Δεν είπαν τίποτα για τη Μυρτώ. Εκείνη όμως από κείνη τη μέρα δε ξαναμίλησε. Ήταν σα πεθαμένη, δεν έτρωγε και δεν έπινε τίποτα. Η Σωτηρία κι η Χρυσάνθη αναγκάστηκαν να την πάνε σε κλινική για να της βάλουν ορό. Είχε καταντήσει σκελετός, ο γιατρός συνέχεια τους έλεγε πως δε θ’ αντέξει ο οργανισμός της. Η Σωτηρία μέσα σ’ ένα χρόνο έδειχνε λες και γέρασε δέκα χρόνια. Ένα κυριακάτικο πρωινό του Σεπτέμβρη που πήγαν να τη δουν στην κλινική, η Μυρτώ άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 21 ετών. Ξεψυχώντας φώναζε συνέχεια: μπαμπά, μπαμπά……………….
    Η Σωτηρία, μετά την κηδεία κλείστηκε στο σπίτι και στον εαυτό της. Η Χρυσάνθη τα είχε αναλάβει όλα, το σπίτι, τα ψώνια και τη φροντίδα της μητέρας της. Κάθε βράδυ της μιλούσε τόσο ωραία και ήρεμα και κλαίγανε παρέα για τον πόνο τους. "Κλάψε μανούλα μου", της έλεγε, "να βγάλεις τον πόνο που έχεις μέσα σου και θα δεις, μετά θα κοιμηθείς σα πουλάκι". Έτσι και γινότανε. Η Χρυσάνθη είχε αυτό το χάρισμα, με το λόγο της ηρεμούσε τους ανθρώπους, δεν είναι τυχαίο λοιπόν που έγινε ψυχολόγος. Τέλειωσε το λύκειο και πέρασε με άριστα στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα της Ψυχολογίας.