ΌΤΑΝ Ο ΈΡΩΤΑΣ ΠΛΗΓΩΝΕΙ (κεφ.4) & (κεφ.5)

 ΚΕΦ.4

Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησαν κι οι δυο από το τηλέφωνο, έτρεξε πρώτη η Χρυσάνθη και από πίσω της ακολουθoύσε η μικρή.
-Ναι, λέγεται παρακαλώ; Έλα βρε μαμά μου εσύ είσαι;
    Άρχισε να της διηγείται τι είχε συμβεί, αλλά όταν συνειδητοποίησε ότι η μικρή την άκουγε, σταμάτησε απότομα και άλλαξε θέμα.
-Ξέρεις μαμά μου δε θα μπορέσω να έρθω να σε πάρω σήμερα γιατί κάτι μου έτυχε, σε πειράζει να το καθυστερήσουμε κανά δυο μέρες;
    Η μητέρα της συμφώνησε και τη ρώτησε αν είναι καλά.
-Ναι μαμά μου, μην ανησυχείς, όλα μια χαρά. 
    Έκλεισε το τηλέφωνο, πήρε τη μικρή από το χέρι, πήγανε στο μπάνιο ρίξανε λίγο νερό στο πρόσωπο τους και πήγανε στην κουζίνα για πρωινό. Η Χρυσάνθη ρώτησε τη μικρή:
-Άννα τρως κορν- φλέικς με γάλα;
    Εκείνη έγνεψε καταφατικά το κεφάλι της χωρίς να μιλήσει. Κάτσανε στο τραπέζι η μία απέναντι από την άλλη και άρχισαν να τρώνε. Η μικρή μόλις έφαγε δυο κουταλιές σταμάτησε.
-Δε σου άρεσαν Άννα; τη ρώτησε η Χρυσάνθη, χωρίς να πάρει απάντηση.
    Η μικρή σηκώθηκε, έτρεξε στην εξώπορτα κι άρχισε να την χτυπά με δύναμη. Η Χρυσάνθη την πήρε αγκαλιά να την ηρεμήσει κι εκείνη άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Πόσο πόνο είχε μες την ψυχούλα της, αναρωτήθηκε η Χρυσάνθη. Μόλις ηρέμησε λίγο, της έβαλε να δει ένα παιδικό μίκυ μάους στην τηλεόραση, μήπως και ξεχαστεί. Όσο έβλεπε τηλεόραση η Άννα, η Χρυσάνθη αποφάσισε να τηλεφωνήσει στην ασφάλεια για να δει τι γίνεται με την υπόθεση. Εκεί δούλευε ο άντρας μιας φίλης της, μόλις τον ρώτησε για την υπόθεση, άρχισε να της λέει τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν πίστευε στ' αυτιά της από αυτά που άκουσε:
- Η κυρία έπασχε από τρίτου βαθμού σχιζοφρένεια και τα τελευταία τρία χρόνια ήταν βίαιη προς τον εαυτό της, αλλά και προς τον άντρα της. Ευτυχώς δεν επιτέθηκε στο παιδί της. Μόνη της έβαλε τέλος στη ζωή της, έμπηξε το μαχαίρι στο στήθος της, μη μπορώντας ν' αντέξει άλλο. Δυστυχώς η σχιζοφρένεια της ήταν κληρονομική, από το ίδιο πέθαναν και η μητέρα της και η αδερφή της. Μόλις ο σύζυγος της ταχτοποιήσει τα της κηδείας της θα έρθει να πάρει τη μικρή, το μόνο που θέλει ο άνθρωπος είναι να βοηθήσει το παιδί του, αλλά πάντα θα έχει το φόβο μήπως έχει κληρονομήσει και η μικρή τη σχιζοφρένεια. Θα επικοινωνήσει μαζί σου το συντομότερο. Χρυσάνθη μ' ακούς;
- Ναι, ναι σ' ακούω, απλά σοκαρίστηκα μ' αυτά που άκουσα, σ' ευχαριστώ. Τώρα εξηγούνται όλα, σκέφτηκε η Χρυσάνθη.
Η μικρή Άννα, παρ' όλο που καθόταν μπροστά στην τηλεόραση δεν έβλεπε, το βλέμμα της κοιτούσε το χαλί στο πάτωμα και έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της. Το κλάμα της ήταν βουβό, τι να είχε βιώσει άραγε αυτό το παιδί, τι καταστάσεις;
Η Χρυσάνθη δεν της μίλησε, την άφησε να ξεσπάσει έστω κι έτσι και άρχισε να σκέφτεται πως θα τη βοηθούσε όσο καλύτερα μπορούσε.

ΚΕΦ. 5

Κάποια στιγμή άκουσε τη μικρή να τη φωνάζει με τ’ όνομα της:
- Χρυσάνθηηηηη

- Εδώ είμαι κοριτσάκι μου, πες μου.
- Η μαμά μου πέθανε;
- Ησύχασε, θα σου εξηγήσω.
- Δεν της το έδωσα εγώ το μαχαίρι, ούτε ο μπαμπάς, δεν ξέρω που το βρήκε.
- Μη το σκέφτεσαι, πάει πέρασε κορίτσι μου, ο Θεούλης πήρε τη μανούλα σου κοντά του για να την ηρεμήσει και να ηρεμήσετε κι εσείς.
- Η μαμά μου ήθελε να με σκοτώσει δε μ’ αγαπούσε.
- Όχι, όχι κάνεις λάθος, απλά είχε μια αρρώστια στο κεφάλι της, η οποία της προκαλούσε πολύ πόνο και νευρικότητα.
- Δε νομίζω, δες το πόδι μου. Σήκωσε το παντελόνι και της έδειξε μια ουλή στο μπούτι της. Αυτό το έκανε η μαμά μου πέρυσι τα Χριστούγεννα, που ξέχασε ο μπαμπάς να κρύψει το ψαλίδι.
- Λοιπόν, ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά, έχω μια ιδέα. Τι λες θέλεις να πάμε μια βόλτα εδώ κοντά σε ένα πάρκο, να περπατήσουμε χωρίς να μιλάμε, να παίξουμε το παιχνίδι της σιωπής;
- Ναι, θέλω.
Περπάτησαν για αρκετή ώρα χωρίς να μιλάνε και μετά πήγανε να φάνε πίτσα. Ευτυχώς αυτή τη φορά έφαγε με όρεξη.
-Έχω πολύ καιρό να φάω πίτσα.
- Κι εγώ το ίδιο, γι’ αυτό την τσακίσαμε.
- Ο μπαμπάς με πήγαινε για πίτσα όταν έμπαινε η μαμά στο νοσοκομείο για τις ενέσεις της.
-Α, πηγαίνατε κρυφά από τη μαμά.
- Όχι, όχι δεν μπορούσε να φάει πίτσα γιατί πνιγότανε, έτρωγε μόνο σούπες.
-Μάλιστα, δεν πειράζει, ωραίες είναι και οι σούπες, εμένα μου αρέσουν πολύ.
- Ναι κι εμένα όταν τις φτιάχνει ο μπαμπάς μου, είναι σπέσιαλ μάγειρας. Όλοι τρελαίνονται για τα φαγητά του.
- Αλήθεια; Αυτή είναι η δουλειά του;
- Όχι, όχι ο μπαμπάς είναι μεταφραστής στο υπουργείο εξωτερικών.
- Μπράβο του, έχει πολύ καλή δουλειά και θα βγάζει αρκετά χρήματα για το κοριτσάκι του.
- Δεν του φτάνουν όμως γιατί έχει και το Σπύρο μας.
- Ποιος είναι ο Σπύρος;
- Ο αδερφός μου.
Η Χρυσάνθη ξαφνικά έμεινε άφωνη για λίγο και μετά της είπε:
- Δεν ήξερα ότι είχες αδερφό.
- Κανονικά είναι αδερφός μου αλλά δε ζει μαζί μας, έχει άλλη μαμά τώρα. Δεν θα τον νοιάζει που πέθανε η μαμά μας, γιατί μόνο σε φωτογραφία την είχε δει. Είναι πολύ όμορφος ξέρεις, μοιάζει στο μπαμπά.
    Τότε θυμήθηκε τον μπαμπά της και ρώτησε: Μα που είναι ο μπαμπάς μου; Θέλω τον μπαμπά μου, άρχισε να κλαίει η Άννα
. Η Χρυσάνθη προσπάθησε να την ηρεμήσει, αλλά η μικρή δεν άκουγε τίποτα. Πλήρωσε γρήγορα και την πήρε και φύγανε. Η μικρή δε σταματούσε με τίποτα.
- Ησύχασε σε παρακαλώ, θα δεις τώρα που θα πάμε σπίτι, θα μας πάρει τηλέφωνο και θα του μιλήσεις, εντάξει;
Έγνεψε καταφατικά και σταμάτησε σκύβοντας το κεφάλι. Σε μισή ώρα είχαν φτάσει στο σπίτι κι εκεί τους περίμενε μια έκπληξη.