ΌΤΑΝ Ο ΈΡΩΤΑΣ ΠΛΗΓΩΝΕΙ (κεφ.8, κεφ. 9 & κεφ. 10)

ΚΕΦ. 8
- Βρήκα ένα σπίτι και μια γυναίκα με τον άντρα της, που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά και τους ανέθεσα να φροντίζουν το γιο μου σα να ήταν δικό τους παιδί. Η κυρία Ντίνα δε δούλευε και ο κύριος Βαγγέλης είχε χάσει κι αυτός τη δουλειά του και δυσκολεύονταν πολύ. Έτσι αγόρασα ένα σπίτι, τους έβαλα μέσα, βρήκα και στον κύριο Βαγγέλη μια δουλειά και τους όρισα γονείς του γιού μου. Εννοείται πως εγώ πήγαινα κάθε μέρα και το έβλεπα. Ο Σπύρος ξέρει πως εγώ είμαι ο μπαμπάς του και ότι έχει δυο μαμάδες.
- Πόσο χρονών είναι τώρα ο Σπύρος;
- Τώρα είναι 8 χρονών, την άλλη βδομάδα έχει γενέθλια.

- Και η Άννα πως γεννήθηκε;
- Δυστυχώς. το δράμα μου δε σταματά εδώ. Μετά από δυο χρόνια στην κλινική, η γυναίκα μου είχε μεγάλη βελτίωση, είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ίσως επειδή έπαιρνε σωστά τη φαρμακευτική αγωγή της. Ο ίδιος ο γιατρός με επιβεβαίωσε ότι είχε γίνει καλά και ότι θα μπορούσε να ζήσει σα φυσιολογικός άνθρωπος, φαινόταν να είχε δίκιο. Την πήγα στο σπίτι μας και ζούσαμε την απόλυτη ευτυχία, δεν πίστευα στα μάτια μου. Ο γιατρός μου είπε ότι ίσως της έλεγα για το Σπύρο, εγώ όμως ήμουν επιφυλακτικός σ’ αυτό το θέμα, γιατί ο Σπύρος περνούσε πολύ ωραία με την κυρία Ντίνα και τον κύριο Βαγγέλη. Δεν ήθελα να χαλάσω την ηρεμία του, όπως και τη διάθεση της γυναίκας μου, γιατί φοβόμουν ότι θα γινόταν όπως παλιά και δεν της είπα τίποτα. Περνούσα επιτέλους έναν ονειρικό έγγαμο βίο. Πήγαμε τις πρώτες μας διακοπές στη Σαντορίνη κι εκεί νιώσαμε ξανά τον έρωτα μας, εκείνο ήταν το πρώτο και το τελευταίο ταξίδι μας σαν φυσιολογικό αντρόγυνο. Μετά τη Σαντορίνη η γυναίκα μου μένει έγκυος στην Άννα, όταν το έμαθα, κόντεψα να τρελαθώ όχι από τη χαρά μου αλλά από το φόβο μου μήπως χειροτερέψει εκείνη. Ο γιατρός βέβαια με καθησύχασε αλλά εγώ φοβόμουν τόσο πολύ που κανόνισα τη δουλειά μου έτσι, για να εργάζομαι από το σπίτι για να είμαι συνέχεια δίπλα της. Όλα πήγαν καλά, γέννησε φυσιολογικά το κοριτσάκι μας και όλα έδειχναν καλά. Το μωρό την έκανε και χαμογελούσε, φαινόταν πολύ ήρεμη που νόμιζες πως δεν ήταν αυτή. Αυτή η ηρεμία κράτησε τους πρώτους 4 μήνες, μετά άρχισε το πραγματικό μαρτύριο. Μια μέρα έπρεπε να φύγω εκτός σπιτιού και την άφησα μόνη της με το μωρό. Το θέαμα που αντίκρισα όταν γύρισα ήταν τρομερό, το μωρό είχε μελανιάσει από το κλάμα, με το ζόρι το προλάβαμε, το πήγα κατευθείαν στο νοσοκομείο. Η γυναίκα μου κοιμόταν τόσο βαθιά λες και είχε πέσει σε κώμα, φώναξα το γιατρό και διαπιστώσαμε ότι είχε πάρει κάποια αγχολυτικά χάπια μαζεμένα. Της έκανε  μια ένεση για να συνέλθει αλλά όταν συνήλθε δεν ήταν η ίδια, είχε αλλάξει πάλι, άλλος άνθρωπος και μάλιστα πολύ χειρότερος. Ο γιατρός είπε ότι έπρεπε να μπει για ένα διάστημα στην κλινική. Παρακαλούσα το Θεό να τελειώσει πια αυτό το μαρτύριο μου. Αναγκάστηκα να ψάξω μια γυναίκα για το μωρό, εκείνη τη περίοδο δεν έβρισκα τίποτα. Τότε η κυρία Ντίνα που είχε το Σπύρο, μ’ έβγαλε από τη δύσκολη θέση, γιατί μου είπε αν ήθελα να της πάω τη μικρή να τη φροντίσει μέχρι να βρω μια λύση. Και έτσι έκανα, μέχρι να γίνει ενός χρόνου τη φρόντιζε η κυρία Ντίνα και έτσι τη γνώρισε και ο Σπύρος. Αυτό ήταν το θετικό της υπόθεσης, γιατί έτσι δέθηκαν τ’ αδέρφια. Μετά από ένα χρόνο η γυναίκα μου είχε συνέλθει και ζήτησε να δει τη μικρή. Της είχα πει ότι τη φρόντιζα μόνος μου και κάποιες φορές με βοηθούσε μια γυναίκα. Ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι ήταν καλά, αλλά άφηνε πάντα ένα παραθυράκι, έλεγε πάντα ότι τα σχιζοφρενή άτομα έχουν περίεργες και ανεξέλεγκτες αντιδράσεις. Γι’ αυτό μου τόνισε ότι δεν έπρεπε να την αφήσω ποτέ μόνη με τη μικρή, έτσι προσέλαβα μια γυναίκα που κάθισε μαζί μας 2 χρόνια και μετά κάτι της έτυχε και έφυγε. Μείναμε πάλι οι τρεις μας. Παρατηρούσα πολλές φορές τη γυναίκα μου κρυφά όταν ασχολούνταν με την Άννα, άλλες φορές της έδειχνε υπερβολική αγάπη και άλλες φορές την κοιτούσε σα ξένη. Δε μου άρεσε αυτή η συμπεριφορά της και το συζήτησα με τον γιατρό της και εκείνος μου έδωσε να της δίνω κάποια έξτρα χάπια, δυστυχώς όμως δεν τα έπαιρνε, τα πετούσε και εγώ δεν είχα ιδέα.
 
ΚΕΦ. 9
 

- Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να την πιάσει μια κρίση και να επιτεθεί στην Άννα λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Βρήκε ένα ψαλίδι και το έμπηξε στο πόδι της. Τρελάθηκα, τα αίματα έτρεχαν παντού, η Άννα ούρλιαζε από τον πόνο και η γυναίκα μου με το ψαλίδι στο χέρι φώναζε και γελούσε σα τρελή, δεν ήξερα πια να πρωτοδώ. Πήρα την Άννα γρήγορα και την πήγα στο νοσοκομείο, προσπάθησα να πάρω από τη γυναίκα μου το ψαλίδι, αλλά δεν μπόρεσα γιατί μου επιτίθονταν, τότε έκλεισα το ρεύμα και την κλείδωσα μέσα γιατί δεν είχα χρόνο, έπρεπε να σώσω το παιδί μου. Εντωμεταξύ ειδοποίησα το γιατρό και την αστυνομία. Όσο για την μικρή μου, την πρόλαβα ευτυχώς δεν ήταν πολύ βαθύ το τραύμα, τα το καθάρισαν και της έκαναν ράμματα, της έμεινε βέβαια ένα σημάδι, αλλά το χειρότερο ήταν το σοκ που υπέστη το παιδί. Έβλεπε γυναίκες που έμοιαζαν με τη μαμά της και ούρλιαζε στο κλάμα.
    Τότε η Χρυσάνθη τον διέκοψε λέγοντας:
- Ναι, ξέρω είχε πάθει φοβία κινδύνου, πως το αντιμετωπίσατε;
- Την ανέλαβε μια παιδοψυχολόγος από το νοσοκομείο. Το πρώτο που μας σύστησε ήταν να ζει σ’ ένα ήρεμο περιβάλλον και αν είναι δυνατόν ένα διάστημα μακριά από τη μητέρα της, και έτσι έκανα. Έβαλα για ένα διάστημα τη γυναίκα μου στην κλινική και την Αννούλα την πήγα δίπλα στο Σπύρο με την κυρία Ντίνα. Εγώ άρχισα κάποιες επισκέψεις σε έναν ψυχολόγο γιατί ένοιωθα ότι έπεφτα σε κατάθλιψη λόγω της κατάστασης. Πέρασα πολύ δύσκολα και ακόμα νομίζω πως θα ξυπνήσω και θα δω τη γυναίκα μου κρατώντας ένα μαχαίρι να κυνηγά κι εμένα και τη μικρή. Για ένα πράγμα ευγνωμονώ τον εαυτό μου, που δεν της μίλησα για το Σπύρο και έτσι τον προφύλαξα από αυτή την κατάσταση που ζει τώρα η καημένη μου η Άννα.
    Άρχισε να κλαίει σα μικρό παιδί, η Χρυσάνθη τον άφησε να ξεσπάσει, γιατί ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Κάποια στιγμή της είπε:
-Την αγαπούσα τόσο πολύ Χρυσάνθη, πονάω τόσο πολύ γι’ αυτό που έγινε.
- Είναι καλύτερα έτσι, νομίζω ότι τελικά σ’ αγαπούσε κι εκείνη, γιατί σου άφησε δυο παιδιά, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για σένα ένα τέτοιο άτομο. Είμαι σίγουρη ότι έτσι ηρέμησε κι εκείνη και θα σας βλέπει από ψηλά και θα σας θαυμάζει. Αφού λες ότι την αγάπησες τόσο πολύ της το οφείλεις αυτό: να φροντίσεις όσο πιο καλά μπορείς τα παιδιά σου.
- Φοβάμαι όμως μην εξελιχθούν σαν κι αυτή.
- Αυτό δεν πρέπει να το βάζεις καθόλου στο μυαλό σου, και ξεκινάμε από τώρα, λοιπόν πήγε 3 τα ξημερώματα, πάμε για ύπνο γιατί δε βλέπω μπροστά μου.
    Εκείνος ξάπλωσε στον καναπέ και τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Η Χρυσάνθη κοντοστάθηκε λίγο και τον χάζευε, μετά από τη κουβέντα τους το πρόσωπο του είχε ηρεμήσει.
"Κρίμα ένας τόσο ωραίος άντρας να έχει περάσει τόσα πολλά", σκέφτηκε η Χρυσάνθη πριν αποκοιμηθεί.                             

 
 
ΚΕΦ.10
 
    Η Χρυσάνθη πήγε κι εκείνη να ξαπλώσει και στα όνειρα της έβλεπε τον εαυτό της μαζί με το Νίκο. Ξύπνησε από τη φωνή του χαμογελώντας.
-Χρυσάνθη ξύπνα, χτυπάει το τηλέφωνο σου μ’ ακούς;
    Τότε συνειδητοποίησε ότι ονειρευόταν, ο Νίκος ήταν εκεί και τη φώναζε στ’ αλήθεια.
-Τι έγινε; 
-Χτυπάει το τηλέφωνο σου εδώ και 10 λεπτά, δεν τόλμησα να το σηκώσω για να μη σε φέρω σε δύσκολη θέση.
-Συγνώμη η μητέρα μου θα είναι, είχα πει ότι θα της τηλεφωνούσα πρωί πρωί.
    Σηκώθηκε βιαστικά, φόρεσε τη ρόμπα της και έτρεξε στο τηλέφωνο που μόλις άρχισε να ξαναχτυπά.
-Έλα καλέ μαμά, ήμουν στο μπάνιο, μην ανησυχείς μια χαρά είμαι, να σε πάρω εγώ μετά γιατί περιμένω τώρα έναν εργάτη για τις τέντες;
-Καλά παιδάκι μου, τα λέμε μετά.
    Έκλεισε το τηλέφωνο και κατευθύνθηκε προς τη κουζίνα προκειμένου να ανακαλύψει από που προερχόταν η μυρωδιά που έφθασε στη μύτη της.Ο Νίκος είχε ετοιμάσει πρωινό, φορώντας μια από τις ποδιές της: ομελέτα και λουκάνικα.Η Άννα, που είχε ξυπνήσει, ήταν ήδη δίπλα του και τον βοηθούσε. "Πόσο πολύ μοιάζουνε", σκέφτηκε, ενώ τους κρυφοκοίταζε.
-Καλημέρα, τι κάνατε εσείς εδώ;
-Καλημέρα, λίγα πράγματα γιατί στο ψυγείο σου έχεις μόνο τυρί και αυγά, έβαλα και καφέ, έλα κάθισε σαν στο σπίτι σου, της είπε γελαστά ο Νίκος. 
-Σας ευχαριστώ πολύ, πρώτη φορά τρώω κανονικό πρωινό, συνήθως πίνω μόνο καφέ, μήπως να έρχεστε κάθε πρωί να μου ετοιμάζετε;
-Μμμ.. λίγο δύσκολο.
    Η μικρή, παρ' όλα όσα πέρασε, έφαγε με πολύ όρεξη το πρωινό της. και η Χρυσάνθη τη μιμήθηκε μόλις είδε πόσο νόστιμο είναι. Όταν η Άννα πήγε στο μπάνιο να πλυθεί, η Χρυσάνθη βρήκε ευκαιρία και ρώτησε το Νίκο:
-Τι θα κάνεις τώρα, θα πάτε σπίτι;
-Όχι, όχι, θα πάμε λίγο κοντά στο Σπύρο, στην κυρία Ντίνα, σ’ αυτό το σπίτι δεν θέλω να ξαναπά
ω ούτε εγώ, ούτε η Άννα, μάλλον θα νοικιάσω ένα σπίτι κοντά στην κυρία Ντίνα.
    Μέσα της, της κακοφάνηκε που δεν θα έμεναν πια κοντά της. Ετοιμάστηκαν, τη χαιρέτησαν και έφυγαν.
    Η Χρυσάνθη τηλεφώνησε στη μητέρα της και της είπε ακριβώς τι είχε συμβεί. Εκείνη, γεμάτη ανησυχία, την συμβούλεψε:
-Πρόσεχε, σε παρακαλώ κορίτσι μου,ίσως δεν έπρεπε να ανακατευτείς σ’ αυτή την υπόθεση.
-Μαμά μου μάλλον ξέχασες ότι η δουλειά μου είναι να βοηθάω τους ανθρώπους, γι’ αυτό έγινα ψυχολόγος.
-Δίκιο έχεις.
-Λοιπόν άκουσε με λίγο, αύριο πρωί πρωί θα ξεκινήσω να έρθω να σε πάρω, έχεις ετοιμάσει τα πράγματα σου;
-Ναι παιδί μου, έτοιμη είμαι να προσέχεις στο δρόμο σε παρακαλώ.
    Κλείνοντας το τηλέφωνο, άκουσε φασαρία έξω από την πόρτα της και πήγε κοντά να ακούσει. "Μα πως τον άφησαν ελεύθερο το δολοφόνο;" ρωτούσε η γειτόνισσα. "Ναι και ήρθε και πήρε και το παιδί, απαράδεκτο", απάντησε μια άλλη. "Εγώ απορώ πως το επέτρεψε αυτό η κοπελιά, που είναι και ψυχολόγος", συμπλήρωσε ο από πάνω. 
    Η Χρυσάνθη δεν άντεξε και άνοιξε την πόρτα της: 
-Τι είναι αυτά που λέτε, ο κύριος δεν είναι δολοφόνος, η γυναίκα του αυτοκτόνησε. Με ενημέρωσε η αστυνομία.
-Ποιος ξέρει τι της έκανε και έφτασε σ’ αυτή την κατάσταση, είπε με κακία η πρώτη.
-Ναι δεν είδες τη φάτσα του, φως φανάρι την απατούσε, παίζει το ματάκι του, συμπλήρωσε η άλλη).
-Μα τι είναι αυτά που λέτε τρελαθήκατε; Η γυναίκα του έπασχε από σχιζοφρένεια, είπε εξοργισμένη η Χρυσάνθη.
    Αλλά δυστυχώς αυτοί δεν άκουγαν τίποτα, έλεγαν τα δικά τους, του τύπου: «σχιζοφρένεια το λέμε τώρα;». Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα, έβαλε δυνατά μουσική για να μη τους ακούει. Η διαπίστωση που έκανε όμως ήταν μία: «Πόσο κακός μπορεί να γίνει ο κόσμος»...